σωματοειδής: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br />qui a la forme <i>ou</i> la consistance d'un corps, corporel, matériel ; τὸ σωματοειδές PLAT nature corporelle.<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]], [[εἶδος]]. | |btext=ής, ές :<br />qui a la forme <i>ou</i> la consistance d'un corps, corporel, matériel ; τὸ σωματοειδές PLAT nature corporelle.<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]], [[εἶδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σωμᾰτοειδής -ές [σῶμα, εἶδος] gelijkend op een lichaam, lichamelijk. Plat. Phaed. 83d. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωμᾰτοειδής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[телообразный]], [[телесный]], [[вещественный]], [[материальный]] (σ. καὶ [[ὁρατός]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> органический, тж. целостный, систематический ([[ἀπαγγελία]] Arst.; [[ἱστορία]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''σωμᾰτοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), [[σωματικός]] ως προς τη [[φύση]] του, [[υλικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σωμᾰτοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), [[σωματικός]] ως προς τη [[φύση]] του, [[υλικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σωμᾰτοειδής''': -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, [[ὑλικός]], Πλάτ. Φαίδων 83D, 86Α· τὸ σωματοειδές, σωματική, ὑλικὴ [[φύσις]], [[αὐτόθι]] 81Β, C, πρβλ. [[σωματώδης]]. ΙΙ. μεταφορ., [[ὀργανικός]], [[συστηματικός]], [[ἐπαγγελία]] Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 14· [[ἱστορία]] Πολύβ. 1. 3, 4. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 29 5. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, A bodily, corporeal, Pl.Phd.83d, 86a; τὸ σ. corporeal nature, ib.81b, 81c. 2 incarnate, of a god, Ephor.31 (b) J., Rev.Phil.1930.250 (Egypt, Tab. Defix.). 3 substantial, solid, Thphr. HP5.9.3,Ign.48,al. II metaph., organic, systematic, ἀπαγγελίαι Arist.Rh.Al.1442b31; ἱστορία Plb.1.3.4. Adv. -δῶς Arist.Rh.Al. 1436a29.
German (Pape)
[Seite 1060] ές, 1) einem Körper ähnlich, von der Art eines Körpers; Plat. Polit. 273 b; καὶ ὁρατὸς τόπος, Rep. VII, 532 c; ποιεῖ σωματοειδῆ τὴν ψυχήν, Phaed. 83 d, dicht, fest. – 2) ein Ganzes, ein System bildend; ἀπαγγελία, Arist. rhet. Alex. 37; ἱστορία, vollständige, zusammenhangende Erzählung, Pol. 1, 3, 4; vgl. Longin. 24, 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a la forme ou la consistance d'un corps, corporel, matériel ; τὸ σωματοειδές PLAT nature corporelle.
Étymologie: σῶμα, εἶδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωμᾰτοειδής -ές [σῶμα, εἶδος] gelijkend op een lichaam, lichamelijk. Plat. Phaed. 83d.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτοειδής:
1) телообразный, телесный, вещественный, материальный (σ. καὶ ὁρατός Plat.);
2) органический, тж. целостный, систематический (ἀπαγγελία Arst.; ἱστορία Polyb.).
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. αυτός που έχει σωματική υπόσταση, υλικός («ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη προσηλοῑ... τὴν ψυχὴν... καὶ ποιεῖ σωματοειδῆ», Πλάτ.)
2. αυτός που έχει ή που προσλαμβάνει σωματική μορφή («σωματοειδὲς τὸ θεῖον ὑπολαμβάνουσιν», Αθανάσ.)
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που πήρε ανθρώπινη μορφή, που ενσαρκώθηκε
2. στερεός, αδρός
3. οργανικά συντεθειμένος, οργανικά διαρθρωμένος (α. «ἱστορίαν οἰονεὶ σωματοειδῆ», Πολ.
β. «τὴν ἀπαγγελίαν ἢ δήλωσιν ἐν προοιμίῳ σωματοειδῆ τάττειν», Αριστοτ.).
επίρρ...
σωματοειδῶς ΜΑ
μσν.
με σωματική υπόσταση, σαν να είχε υλικό σώμα («σωματοειδῶς ὤφθη», Ιωανν. Χρυσ.)
αρχ.
συστηματικά οργανωμένα, με διάρθρωση ζωντανού οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -ειδής].
Greek Monotonic
σωμᾰτοειδής: -ές (εἶδος), σωματικός ως προς τη φύση του, υλικός, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοειδής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Πλάτ. Φαίδων 83D, 86Α· τὸ σωματοειδές, σωματική, ὑλικὴ φύσις, αὐτόθι 81Β, C, πρβλ. σωματώδης. ΙΙ. μεταφορ., ὀργανικός, συστηματικός, ἐπαγγελία Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 37, 14· ἱστορία Πολύβ. 1. 3, 4. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 29 5.
Middle Liddell
σωμᾰτο-ειδής, ές εἶδος
of the nature of a body, bodily, material, Plat.