ἀκάμας: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=αντος (ὁ, ἡ)<br />infatigable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἔκαμον]], de [[κάμνω]].
|btext=αντος (ὁ, ἡ)<br />infatigable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἔκαμον]], de [[κάμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάμᾱς:''' αντος (κᾰ) adj. неутомимый, неугомонный ([[Σπερχειός]], [[ἠέλιος]] Hom.; ἵπποι, [[πόντος]] Pind.; [[Νότος]], [[Βορέας]] Soph.; [[χρόνος]] Eur.; πόνοι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάμας:''' [ᾰκᾰ], -αντος, ὁ ([[κάμνω]]), [[ακούραστος]], [[ακάματος]], [[ακαταπόνητος]], αυτός που δεν αναπαύεται, δεν ξεκουράζεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀκάμας:''' [ᾰκᾰ], -αντος, ὁ ([[κάμνω]]), [[ακούραστος]], [[ακάματος]], [[ακαταπόνητος]], αυτός που δεν αναπαύεται, δεν ξεκουράζεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάμᾱς:''' αντος (κᾰ) adj. неутомимый, неугомонный ([[Σπερχειός]], [[ἠέλιος]] Hom.; ἵπποι, [[πόντος]] Pind.; [[Νότος]], [[Βορέας]] Soph.; [[χρόνος]] Eur.; πόνοι Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάμνω]]<br />[[untiring]], unresting, Il., etc.
|mdlsjtxt=[[κάμνω]]<br />[[untiring]], unresting, Il., etc.
}}
}}

Revision as of 17:11, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάμας Medium diacritics: ἀκάμας Low diacritics: ακάμας Capitals: ΑΚΑΜΑΣ
Transliteration A: akámas Transliteration B: akamas Transliteration C: akamas Beta Code: a)ka/mas

English (LSJ)

[ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω) untiring, ἠέλιος, Σπερχειός, etc., Il.18.239, 16.176, al. (not in Od.); ἵπποι Pi.O.1.87; Νότος, Βορέας S.Tr.112 (lyr.); χρόνος Critias 18; πόνοι unceasing, Arist.Fr.675; νόος Them.Or.6.79c.

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ, ἡ)
infatigable.
Étymologie: , ἔκαμον, de κάμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάμᾱς: αντος (κᾰ) adj. неутомимый, неугомонный (Σπερχειός, ἠέλιος Hom.; ἵπποι, πόντος Pind.; Νότος, Βορέας Soph.; χρόνος Eur.; πόνοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάμας: [ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω) ἀκαταπόνητος, μὴ ἀναπαυόμενος, ἠέλιος, Σπερχειός, κτλ., Ἰλ. Σ. 239., Π. 176, καὶ ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), ἵπποι, Πινδ. Ο. 1. 140· Νότος, Βορέας, Σοφ. Τρ. 112 (λυρ.)· χρόνος, Εὐρ. Ἀποσπ. 597· ἀκ. πόνοι, ἀκατάπαυστοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 596.

English (Slater)

ᾰκᾰμας unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.

Greek Monolingual

ἀκάμας (-αντος), ο (Α)
1. ακούραστος, ακαταπόνητος
«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (Ομ. Σ 239)
2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, διαρκής
«ἀκάμαντες πόνοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κάμα-ς, -αντος < κάμνω
η λ. ἀκάμᾱς χρησιμοποιήθηκε νωρίς, ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», πράγμα που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη πεζογραφία. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του ἀκάμας υπήρξαν τα ἀκμής -ῆττος και ἄκμητος καθώς και το σύνθ. ἀκάματος (από το ουσ. κάματος) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. ἀκάμας υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλής στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια σειρά από σύνθετα με τη σημ. του «ακούραστος» (ἀκαμαντολόγχας, ἀκαμαντομάχας, ἀκαμαντόπους, ἀκαμαντοχάρμας
πρβλ. και ἀκαμαντορόας, «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. σχηματισμός -κμητος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας σειράς διαφόρων σημασιών συνθετών (πρβλ. ἄκμητος, πολύκμητος, ἀνδρόκμητος, δουρί-κμητος, πυρί-κμητος)].

Greek Monotonic

ἀκάμας: [ᾰκᾰ], -αντος, ὁ (κάμνω), ακούραστος, ακάματος, ακαταπόνητος, αυτός που δεν αναπαύεται, δεν ξεκουράζεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Middle Liddell

κάμνω
untiring, unresting, Il., etc.