ἀποδεής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à quoi il manque qch, non rempli, incomplet.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δέομαι]].
|btext=ής, ές :<br />à quoi il manque qch, non rempli, incomplet.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδεής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неполный]] ([[πίθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[неукомплектованный]], [[недостаточно оснащенный]] ([[ναῦς]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδεής:''' ές ([[δέω]]), αυτός που έχει πολλές ελλείψεις, που δεν είναι [[πλήρης]]· μη πλήρως επανδρωμένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποδεής:''' ές ([[δέω]]), αυτός που έχει πολλές ελλείψεις, που δεν είναι [[πλήρης]]· μη πλήρως επανδρωμένος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδεής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неполный]] ([[πίθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[неукомплектованный]], [[недостаточно оснащенный]] ([[ναῦς]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[δέω]<br />[[wanting]] [[much]], not [[fully]] manned, Plut.
|mdlsjtxt=[δέω]<br />[[wanting]] [[much]], not [[fully]] manned, Plut.
}}
}}

Revision as of 18:08, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεής Medium diacritics: ἀποδεής Low diacritics: αποδεής Capitals: ΑΠΟΔΕΗΣ
Transliteration A: apodeḗs Transliteration B: apodeēs Transliteration C: apodeis Beta Code: a)podeh/s

English (LSJ)

ές, (δέω B) empty, ἀγγεῖον Arist.Fr.224, Plu.2.967a; ναῦς ἀ. not fully manned, Id.Ant.62: metaph. of persons, Id.2.473e.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [compar. ἀποδεέστερος Poll.1.198]
1 vacío, ἀγγεῖον Arist.Fr.224, cf. Poll.l.c., PSI 535.18, 24, 26 (III d.C.)
fig. de pers. vano Plu.2.473d.
2 insuficientemente tripulado ναῦς Plu.Ant.62.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à quoi il manque qch, non rempli, incomplet.
Étymologie: ἀπό, δέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδεής:
1) неполный (πίθος Plut.);
2) неукомплектованный, недостаточно оснащенный (ναῦς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεής: -ές, (δέω) ὁ ἀποδέων, ὁ μὴ πλήρης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 215, Πλούτ., κλ. ναῦς ἀποδεής, ἡ μὴ ἔχουσα τέλειον πλήρωμα ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. Ἀντών. 62.

Greek Monolingual

ἀποδεής, -ές (Α)
ο ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -δεής < δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι, έχω ανάγκη» (πρβλ. ενδεής, καταδεής κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀποδεής: ές (δέω), αυτός που έχει πολλές ελλείψεις, που δεν είναι πλήρης· μη πλήρως επανδρωμένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[δέω]
wanting much, not fully manned, Plut.