ὀχεία: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ocheia | |Transliteration C=ocheia | ||
|Beta Code=o)xei/a | |Beta Code=o)xei/a | ||
|Definition=ἡ, (ὀχεύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ | |Definition=ἡ, ([[ὀχεύω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> a [[covering]] or [[impregnating]], of the [[male]] [[animal]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>5.8</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>225.4</span> (iii B. C.); <b class="b3">ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν</b>, of the female, <span class="bibl">Arist. <span class="title">GA</span>748a21</span>, al.; <b class="b3">ὀχείαν ποιεῖσθαι</b>, of the two, <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>540a2</span>; <b class="b3">περὶ τὰς ὀ</b>. in the [[breeding]] season, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Od.</span>61</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[fertilization]] of [[plant]]s, <span class="bibl"><span class="title">PRyl.</span>172.21</span> (iii A. D., written <b class="b3">ὠχ-</b>). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ([[ὀχέω]]) <b class="b3"> ὀχεία ποντία</b> [[holder]] of the [[ship]], i. e. [[anchor]], <span class="bibl">Trag.Adesp.251</span> (ap. Hsch., cf. [[ὀχεῖον]] II. <span class="bibl">2</span>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχεία''': ἡ, ([[ὀχεύω]]) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ [[συνουσία]] ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. [[ὀχεία]] ποντία ([[ὀχέω]]), ἡ κατέχουσα τὸ [[πλοῖον]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ. | |lstext='''ὀχεία''': ἡ, ([[ὀχεύω]]) τὸ ὀχεύειν ἢ [[βατεύω|βατεύειν]], ἡ [[συνουσία]] ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. [[ὀχεία]] ποντία ([[ὀχέω]]), ἡ κατέχουσα τὸ [[πλοῖον]] ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀχεία:''' ἡ (о животных) покрывание, случка, оплодотворение Xen., Arst. etc. | |elrutext='''ὀχεία:''' ἡ (о животных) [[покрывание]], [[случка]], [[оплодотворение]] Xen., Arst. etc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀχεία]], ἡ, [[ὀχεύω]]<br />a [[covering]] or impregnating, of the [[male]] [[animal]], Xen. | |mdlsjtxt=[[ὀχεία]], ἡ, [[ὀχεύω]]<br />a [[covering]] or impregnating, of the [[male]] [[animal]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (ὀχεύω) A a covering or impregnating, of the male animal, X.Eq.5.8, PCair.Zen.225.4 (iii B. C.); ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, of the female, Arist. GA748a21, al.; ὀχείαν ποιεῖσθαι, of the two, Id.HA540a2; περὶ τὰς ὀ. in the breeding season, Thphr. Od.61. 2 fertilization of plants, PRyl.172.21 (iii A. D., written ὠχ-). II (ὀχέω) ὀχεία ποντία holder of the ship, i. e. anchor, Trag.Adesp.251 (ap. Hsch., cf. ὀχεῖον II. 2).
German (Pape)
[Seite 428] ἡ, 1) das Bespringen, Belegen, Bespringenlassen, von Thieren, Arist. de gener. anim. 1, 14 u. öfter; κυΐσκεται δὲ ὁ κύων ἐκ μιᾶς ὀχείας, H. A. 6, 20; Folgde, wie Plut. Sol. anim. 4. – 2) von ὀχέω abgeleitet, nach Hesych. ποντία ὀχεία, Schiffshalter, Umschreibung für Anker.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de saillir.
Étymologie: ὀχεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχεία: ἡ, (ὀχεύω) τὸ ὀχεύειν ἢ βατεύειν, ἡ συνουσία ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, Ξεν. Ἱππ. 5. 8, συχν. παρ’ Ἀριστ.· ὀχείαν δέχεσθαι, προσίεσθαι, ὑπομένειν, ἐπὶ τοῦ θήλεος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Γεν. 2. 8, 14, κτλ. ὀχείαν ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἀμφοτέρων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 8. ΙΙ. ὀχεία ποντία (ὀχέω), ἡ κατέχουσα τὸ πλοῖον ἐν τῇ θαλάσσῃ, δηλ. ἄγκυρα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
η (Α ὀχεία) οχεύω
(για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα
αρχ.
1. (για φυτά) γονιμοποίηση.
(II)
ὀχεία, ἡ (Α) οχώ
(ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η άγκυρα.
Greek Monotonic
ὀχεία: ἠ (ὀχεύω), συνουσία ή γονιμοποίηση, λέγεται για αρσενικό ζώο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀχεία: ἡ (о животных) покрывание, случка, оплодотворение Xen., Arst. etc.
Middle Liddell
ὀχεία, ἡ, ὀχεύω
a covering or impregnating, of the male animal, Xen.