σκηνύδριον: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[σκηνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> ( | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>υποκορ.</b> μικρή [[σκηνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> ([[πρβλ]]. [[λογύδριον]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:20, 11 May 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of σκηνή, Plu.Mar.37.
German (Pape)
[Seite 896] τό, dim. von σκηνή, Plut. Mar. 37.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σκηνή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηνύδριον -ου, τό [σκηνή] kleine tent, hutje. Plut. Mar. 37.11.
Russian (Dvoretsky)
σκηνύδριον: τό небольшой шатер, палатка Plut.
Greek Monolingual
τὸ, Α
υποκορ. μικρή σκηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον)].
Greek Monotonic
σκηνύδριον: τό, υποκορ. του σκηνή, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκηνή, Πλουτ. Μάρ. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
Middle Liddell
σκηνύδριον, ου, τό, [Dim. of σκηνή, Plut.]