ἑταιρέω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etaireo | |Transliteration C=etaireo | ||
|Beta Code=e(taire/w | |Beta Code=e(taire/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[keep company with]], Aeschin.1.13, Phoenicid.4.2; τινι [[with]] a man, And.1.100, etc.; <b class="b3">φιλία ἑταιροῠσα</b> [[meretricious]] friendship, Plu. 2.62d; οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἡταιρήκασιν Lys. 14.41; οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος Aeschin.1.52.<br><span class="bld">II</span> Med., = [[ἑταιρεύομαι]], of men, Theopomp.Hist.217b; of women, Plu. ''Ant.''18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
A keep company with, Aeschin.1.13, Phoenicid.4.2; τινι with a man, And.1.100, etc.; φιλία ἑταιροῠσα meretricious friendship, Plu. 2.62d; οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἡταιρήκασιν Lys. 14.41; οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος Aeschin.1.52.
II Med., = ἑταιρεύομαι, of men, Theopomp.Hist.217b; of women, Plu. Ant.18.
German (Pape)
[Seite 1046] Buhlerei, Unzucht, bes. Päderastie treiben, von Knaben, die sich Einem dazu vermiethen, παρά τινι μεμισθαρνηκέναι ἐπὶ τῷ σώματι Aesch. 1, 13. 52; ἑνί, Andoc. 1, 100; vgl. Lys. 3, 24. 14, 41 Dem. 24, 181 (Thom. Mag. macht den Unterschied von πορνεύεσθαι, daß dies ὑπὸ τοὺ τυχόντος, jenes ὑπὸ ἐραστοῦ sei). Von Frauen, Luc. D. Meretr. 8, 2; Plut. Pericl. 24; τινί, Ath. XIII, 586 f; – φιλία ἑταιροῦσα, buhlerische, der ἀληθινὴ καὶ σώφρων entgegengesetzt, Plut. de adul. et am. discr. 30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἡταίρησα, pf. ἡταίρηκα;
faire métier de courtisane ou de prostitué : τινι, être l'amant ou la maîtresse de qqn ; fig. ἑταιροῦσα φιλία PLUT amitié qui se prostitue.
Étymologie: ἑταῖρος.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρέω: (aor. ἡταίρησα, pf. ἡταίρηκα) заниматься ремеслом блудницы, (тж. о мужчинах) предаваться распутству Lys., Aeschin., Dem., Luc.: ἑταιροῦσα φιλία Plut. продажная дружба.
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρέω: ἐπὶ παιδὸς ἄρρενος ἢ θήλεος, χρησιμεύω πρὸς ἀσελγῆ σκοπὸν ἐπὶ μισθῷ, μισθαρνῶ ἐπὶ τῷ σώματι ἔχων ἐραστήν, Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 5. 2, κ. ἀλλ., Φοινικίδης ἐν Ἀδήλ. 1. 2· τινί, μέ τινα, Ἀνδοκ. 13. 28, κλ.· φιλία ἑταιροῦσα, ψευδής, ἐπίπλαστος ἢ πορνικὴ φιλία, Πλούτ. 2. 62D· πρβλ. πορνεύω, καὶ περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ αὐτῶν ἴδε Ἀνδοκ. 8. 16. ΙΙ. Μέσ., = ἑταιρεύομαι, Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 260Ε. ― Κατὰ τὸν Θωμᾶν Μάγιστρον (σ. 375 κἑξ.) «ἑταιρῶ δὲ... τὸ τοὺς ἄνδρας πάσχειν τὰ τῶν ἑταιρῶν. ἑταιρεῖ μὲν οὖν καὶ πορνεύεται ὁ πασχητιῶν, ἀλλ’ ἑταιρεῖ μὲν ὑπὸ ἐραστοῦ, πορνεύεται δὲ ὑπὸ τοῦ τυχόντος».
Greek Monotonic
ἑταιρέω: μέλ. -ήσω (ἑταίρα), κρατώ συντροφιά, κάνω παρέα, συναναστρέφομαι, εκδίδομαι, λέγεται για εταίρες, σε Αισχίν. κ.λπ.
Middle Liddell
ἑταιρέω, fut. -ήσω ἑταίρα
to keep company, of courtesans, Aeschin., etc.