πρώιμος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρώϊμος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πρφμος, -ον και ιων. τ. [[πρόϊμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[άνθη]] και [[οπωροκηπευτικά]]) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει [[νωρίς]], [[πριν]] από την κανονική ή συνήθη [[εποχή]] (α. «πρώιμα αχλάδια» β. «ὁ [[πρώιμος]] [[κράτιστος]] ἤ ὁ [[μέσος]] ἤ ὁ ὀψιμώτατος ([[σπόρος]])», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που γεννιέται [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)<br /><b>3.</b> (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει [[πριν]] από την ώρα του (α. «πρώιμο [[κρύο]]» β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται [[πριν]] από την ώρα του, [[άκαιρος]], [[πρόωρος]] (α. «πρώιμη [[ενέργεια]]» β. «[[πρώιμος]] [[πονηρία]]», Μητροδ. Λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δέντρα και φυτά)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη [[αμυγδαλιά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[πριν]] από την ώρα του («πρώιμο [[αμπέλι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πρώιμη [[ποικιλία]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> καλλιεργούμενη [[ποικιλία]] φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο [[στάδιο]] ανάπτυξης σε συντομότερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] από άλλες<br />β) «πρώιμο ζώο» — ζώο του οποίου το [[νεογνό]] [[είναι]] σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική [[φροντίδα]] και το οποίο [[είναι]] ικανό να κινείται και, [[συχνά]], να τρέφεται και να ελέγχει τη [[θερμοκρασία]] του ανεξάρτητα από τους γονείς του<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που γίνεται [[πριν]] από την 28η [[εβδομάδα]] της εγκυμοσύνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωίμως</i> / <i>πρωΐμως</i> ΝΜΑ, και πρώιμα Ν<br />[[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο, [[νωρίς]], πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρωΐ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>όψ</i>-<i>ιμος</i>). Η γρφ. [[πρόϊμος]] [[είναι]] σπάνια και αμφίβολη].
|mltxt=-η, -ο / [[πρώϊμος]], -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πρφμος, -ον και ιων. τ. [[πρόϊμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για [[άνθη]] και [[οπωροκηπευτικά]]) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει [[νωρίς]], [[πριν]] από την κανονική ή συνήθη [[εποχή]] (α. «πρώιμα αχλάδια» β. «ὁ [[πρώιμος]] [[κράτιστος]] ἤ ὁ [[μέσος]] ἤ ὁ ὀψιμώτατος ([[σπόρος]])», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που γεννιέται [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)<br /><b>3.</b> (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει [[πριν]] από την ώρα του (α. «πρώιμο [[κρύο]]» β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται [[πριν]] από την ώρα του, [[άκαιρος]], [[πρόωρος]] (α. «πρώιμη [[ενέργεια]]» β. «[[πρώιμος]] [[πονηρία]]», Μητροδ. Λ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για δέντρα και φυτά)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί [[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη [[αμυγδαλιά]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[πριν]] από την ώρα του («πρώιμο [[αμπέλι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πρώιμη [[ποικιλία]]»<br /><b>(γεωπ.)</b> καλλιεργούμενη [[ποικιλία]] φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο [[στάδιο]] ανάπτυξης σε συντομότερο [[χρονικό]] [[διάστημα]] από άλλες<br />β) «πρώιμο ζώο» — ζώο του οποίου το [[νεογνό]] [[είναι]] σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική [[φροντίδα]] και το οποίο [[είναι]] ικανό να κινείται και, [[συχνά]], να τρέφεται και να ελέγχει τη [[θερμοκρασία]] του ανεξάρτητα από τους γονείς του<br />γ) «[[πρώιμος]] [[τοκετός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[τοκετός]] που γίνεται [[πριν]] από την 28η [[εβδομάδα]] της εγκυμοσύνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωίμως</i> / <i>πρωΐμως</i> ΝΜΑ, και πρώιμα Ν<br />[[πριν]] από τον καθορισμένο χρόνο, [[νωρίς]], πρόωρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρωΐ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[όψιμος]]). Η γρφ. [[πρόϊμος]] [[είναι]] σπάνια και αμφίβολη].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

πρώιμος: [ῐ], -ον, ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ ὄψιμος, ἐπὶ καρπῶν, Ξεν. Οἰκ. 17, 4, Ἀριστ. Προβλ. 20. 14, 2· μεταφορ., ὁ πρώϊμον λαμβάνων αὔξησιν, προπετής, πρ. πονηρία Μητρόδ. παρὰ Στοβ. 357 ἐν τέλ.· πρβλ. πρῷμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρώϊμος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πρφμος, -ον και ιων. τ. πρόϊμος, -ον, Α
1. (κυρίως για άνθη και οπωροκηπευτικά) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει νωρίς, πριν από την κανονική ή συνήθη εποχή (α. «πρώιμα αχλάδια» β. «ὁ πρώιμος κράτιστος ἤ ὁ μέσος ἤ ὁ ὀψιμώτατος (σπόρος)», Ξεν.)
2. (για ζώα) αυτός που γεννιέται πριν από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)
3. (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει πριν από την ώρα του (α. «πρώιμο κρύο» β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)
4. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται πριν από την ώρα του, άκαιρος, πρόωρος (α. «πρώιμη ενέργεια» β. «πρώιμος πονηρία», Μητροδ. Λ.)
νεοελλ.
(για δέντρα και φυτά)
1. αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί πριν από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη αμυγδαλιά»)
2. αυτός που παράγει πριν από την ώρα του («πρώιμο αμπέλι»)
3. φρ. α) «πρώιμη ποικιλία»
(γεωπ.) καλλιεργούμενη ποικιλία φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης σε συντομότερο χρονικό διάστημα από άλλες
β) «πρώιμο ζώο» — ζώο του οποίου το νεογνό είναι σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική φροντίδα και το οποίο είναι ικανό να κινείται και, συχνά, να τρέφεται και να ελέγχει τη θερμοκρασία του ανεξάρτητα από τους γονείς του
γ) «πρώιμος τοκετός»
ιατρ. τοκετός που γίνεται πριν από την 28η εβδομάδα της εγκυμοσύνης.
επίρρ...
πρωίμως / πρωΐμως ΝΜΑ, και πρώιμα Ν
πριν από τον καθορισμένο χρόνο, νωρίς, πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + κατάλ. -ιμος (πρβλ. όψιμος). Η γρφ. πρόϊμος είναι σπάνια και αμφίβολη].

Middle Liddell

πρώῐμος, ον,
early, of fruits, Xen.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό πρωί πού παράγεται ἀπό τήν πρόθ. πρό. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη πρό.