βαμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βαμβαίνω]] [~ [[βαίνω]] of onomat.] wankelen of stamelen.
|elnltext=[[βαμβαίνω]] [~ [[βαίνω]] of onomat.] [[wankelen of stamelen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:46, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαμβαίνω Medium diacritics: βαμβαίνω Low diacritics: βαμβαίνω Capitals: ΒΑΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: bambaínō Transliteration B: bambainō Transliteration C: vamvaino Beta Code: bambai/nw

English (LSJ)

onomatop. word, chatter with the teeth, Il.10.375; stammer, BionFr.6.9, AP5.272 (Agath.), Procop.Arc.Praef.:—so also βαμβᾰκύζω, chatter with cold, Hippon.17:—also βαμβᾰλύζω, Phryn.PSp.54B., Hsch.; possibly to be restored (for βομβυλιάζω) in Arist.Pr.949a13.

Spanish (DGE)

1 castañetear, temblar ὁ δὲ ... τάρβησέν τε βαμβαίνων ... χλωρὸς ὑπαὶ τοῦ δέους Il.10.375, ἐβάμβαινεν ὑπὸ τοῦ δέους D.Chr.55.14, (βαμβαίνων) ὑπὸ τοῦ ψύχους Eust.Op.310.18, τὸ δὲ βαμβαίνειν, ὅ ἐστι συγκρούειν τοὺς ὀδόντας Eust.812.40, cf. Hsch., Sud., EM 187.26G.
2 de la voz o de los órganos articulatorios temblar, balbucir βαμβαίνει με γλῶσσα Bio Fr.9.9, ἡ φωνή Them.Or.4.56a, χείλεα AP 5.273 (Agath.), τοῖς χείλεσιν Phot.β 55, Sud., EM 187.26G., cf. Procop.Arc.1.4.
3 dudar, vacilar Hsch.ε 56, Sud., EM 187.26G.
• Etimología: Prob. de origen impresivo, como βαβάζειν, βάβαλον, etc.

German (Pape)

[Seite 431] (onomatopoetisch), stammeln, lispeln, Bion. 4, 8; χείλεα φθέγματι γηραλέῳ Agath. 13 (V, 273); Hom. vor Furcht mit den Zähnen klappern, Il. 10, 375, ἅπαξ εἰρημ., vgl. auch Scholl. Nicanor.; Themist. p. 56 a ἔπαλλεν ἡ καρδία, ἐβάμβαινεν ἡ φωνή.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
claquer des dents, trembler de frayeur ou de froid.
Étymologie: DELG onomatopée.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαμβαίνω [~ βαίνω of onomat.] wankelen of stamelen.

Russian (Dvoretsky)

βαμβαίνω:
1 стучать зубами, дрожать (βαμβαίνων χλωρὸς ὑπαὶ δείους Hom.);
2 бормотать, лепетать Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: chatter with the teeth, stammer (Κ 375, Bion, AP).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetic verb. Cf. βαμβακύζω (Hippon.), βαμβαλύζω (Phryn., H.); γογγύζω a. o.; also βαμβαλεῖν H.; s. Weber RhM 82, 193 n. 2. - Cf. βαβάζειν, βάβαλον. (Not to βαίνω with Schwyzer 647.)

Middle Liddell

[Formed from the sound.] only in pres.]
to chatter with the teeth, Il.: to stammer, Bion.

English (Autenrieth)

totter with fear, or, as others interpret, stammer, part., Il. 10.375†.

Greek Monolingual

βαμβαίνω (Α)
1. τρέμω και χτυπούν τα δόντια μου
2. τραυλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά. Η σημασία «κλονίζομαι, τρικλίζω» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν είναι τόσο εύστοχη, όπως επίσης και η υποστηριχθείσα σχέση της με το βαίνω].

Greek Monotonic

βαμβαίνω: μόνο στον ενεστ., τρίζω τα δόντια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· τραυλίζω, ψευδίζω, ψελλίζω, σε Βίωνα (ηχομιμ. λέξη).

Greek (Liddell-Scott)

βαμβαίνω: λέξις ὠνοματοπ., κτυπῶ, συγκρούω, κροτῶ τοὺς ὀδόντας, Ἰλ. Κ. 375 · τραυλίζω, Βίων 4. 9, Ἀνθ. · ― οὕτω καὶ βαμβακύζω Ἱππῶν· 10 · ὡσαύτως, βαμβαλίζω ἢ -ύζω Α. Β. 30, Εὐστ. 812. 46, καὶ ἐντεῦθεν διορθωθὲν (ἀντὶ βομβυλιάζω) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 27. 11 · ― βαμβάλω εἶναι ἀμφ., Meineke Μόσχ. 3. 7.

Frisk Etymology German

βαμβαίνω: {bambaínō}
Grammar: v.
Meaning: mit den Zähnen klappern, stottern (Κ 375, Bion, AP).
Etymology: Onomatopoetisches Intensivum. Ähnliche Bildungen in ähnlichen Bedeutungen: βαμβακύζω (Hippon.), βαμβαλύζω (Phryn., H.); vgl. γογγύζω u. a.; außerdem βαμβαλεῖν H. und βαμβαλιαστύς, schwach bezeugte v.l. h. Ap. 162 für κρεμβαλιαστύς; s. Weber RhM 82, 193 A. 2. — Vgl. zu βαβάζειν, βάβαλον. — Die Deutung taumeln (z. B. Schwyzer 647, zu βαίνω) ist wenig glaubhaft.
Page 1,217