παντέλεια: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panteleia | |Transliteration C=panteleia | ||
|Beta Code=pante/leia | |Beta Code=pante/leia | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[consummation]], ἡ π. τῆς καταφθορᾶς Plb.1.48.9; π. ἀρετῆς Ph.1.38; <b class="b3">πᾶσα πολιτικὰ κοινωνία λύρας παντελῄᾳ ποτέοικεν</b> prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94; εἰς ἀσφαλῆ τινα καὶ βεβαίαν π. ἀγαθῶν ἐξικόμενον Plu.2.106If; <b class="b3">εἰς π. διδαχθῆναι</b>, opp. <b class="b3">εἰς τύπωσιν</b>, Phld. ''Rh.''2.34S.; <b class="b3">τριετηρικὴ π.</b>, of the great mysteries, Plu.2.671d, cf. ''IG'' 3.77.<br><span class="bld">II</span> [[παντέλεια]] was a Pythagorean name of the number [[ten]], Theol.Ar.63. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A consummation, ἡ π. τῆς καταφθορᾶς Plb.1.48.9; π. ἀρετῆς Ph.1.38; πᾶσα πολιτικὰ κοινωνία λύρας παντελῄᾳ ποτέοικεν prob. in Hippod. ap. Stob.4.1.94; εἰς ἀσφαλῆ τινα καὶ βεβαίαν π. ἀγαθῶν ἐξικόμενον Plu.2.106If; εἰς π. διδαχθῆναι, opp. εἰς τύπωσιν, Phld. Rh.2.34S.; τριετηρικὴ π., of the great mysteries, Plu.2.671d, cf. IG 3.77.
II παντέλεια was a Pythagorean name of the number ten, Theol.Ar.63.
German (Pape)
[Seite 463] ἡ, Vollendung, der höchstmögliche Grad; τῆς καταφθορᾶς, Pol. 1, 48, 9; Sp.; – τριετηρικὴ παντ. nennt Plut. Symp. 4, 6, 1 die großen Mysterien. – Bei den Pythagoräern hieß die Zehnzahl so, Theol. arithm. p. 63.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
achèvement, fin ; le dernier terme de l'initiation aux mystères ; ἡ τριετηρικὴ παντέλεια PLUT l'accomplissement triennal des grands mystères.
Étymologie: παντελής.
Russian (Dvoretsky)
παντέλεια: ἡ
1 доведение до конца, довершение (τῆς διαφθορᾶς Polyb.);
2 доведение до совершенства, завершение, высшая ступень (τῶν ἀγαθῶν Plut.): ἡ τριετηρικὴ π. Plut. трехгодичное завершение, т. е. великие мистерии;
3 (у пифагорейцев), число десять, десятерица, (как символ совершенства).
Greek (Liddell-Scott)
παντέλεια: ἡ, ἡ παντελὴς τελειότης, τοιαύτην συνέβη γενέσθαι τὴν παντέλειαν τῆς καταφθορᾶς, ὥστε καὶ τὰς βάσεις τῶν πύργων .. ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἄχρειωθῆναι Πολύβ. 1. 48, 9· π. τῶν ἀγαθῶν, ἐπὶ τῆς μυήσεως εἰς τὰ μυστήρια, Πλούτ. 2. 1061Ε, Κλήμ. Ἀλ. 498 τριετηρικὴ π., ἐπὶ τῶν μεγάλων μυστηρίων, Πλούτ. 2. 671D. ΙΙ. παντέλεια ἦτο πυθαγόρειον ὄνομα τοῦ ἀριθμοῦ δέκα, Θεολ. Ἀριθμ. 63· καλεῖται καὶ παντελὴς ἀριθμὸς ὑπὸ τοῦ Φιλολάου ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 8· παντέλειος παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 782.
Greek Monolingual
ἡ, Α παντελής
1. ο μέγιστος βαθμός, το κορύφωμα, η απόλυτη πληρότητα («τοιαύτην συνέβη γενέσθαι τὴν παντέλειαν τῆς καταφθορᾱς, ὥστε καὶ τὰς βάσεις τῶν πύργων... ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀχρειωθῆναι», Πολ.)
2. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός δέκα.
Greek Monotonic
παντέλεια: ἡ, ολοκλήρωση, τελειοποίηση, σε Πολύβ.
Middle Liddell
παντέλεια, ἡ,
consummation, Polyb. [from παντελής