προτέμνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προτεμῶ, <i>ao.2</i> προὔταμον;<br /><b>1</b> couper en avant, acc.;<br /><b>2</b> couper <i>ou</i> retrancher auparavant;<br /><i><b>Moy.</b></i> προτέμνομαι fendre <i>ou</i> tracer devant soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τέμνω]].
|btext=<i>f.</i> προτεμῶ, <i>ao.2</i> προὔταμον;<br /><b>1</b> couper en avant, acc.;<br /><b>2</b> couper <i>ou</i> retrancher auparavant;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προτέμνο]]μαι fendre <i>ou</i> tracer devant soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:49, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτέμνω Medium diacritics: προτέμνω Low diacritics: προτέμνω Capitals: ΠΡΟΤΕΜΝΩ
Transliteration A: protémnō Transliteration B: protemnō Transliteration C: protemno Beta Code: prote/mnw

English (LSJ)

aor. προὔτᾰμον, A cut off beforehand, [ὄψον] προταμών Il.9.489. II cut off in front, cut short, κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών Od. 23.196; prune vines, PLond.1.131.375, al. (i A.D.). III Med., cut forward or in front of one, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην if in ploughing I cut an unbroken furrow before me, Od.18.375; but προταμέσθαι ἀρούρας mow them before, A.R.3.1387.

German (Pape)

[Seite 791] (s. τέμνω), ion. u. ep. προτάμνω, vorher zerschneiden, vorschneiden, πρίν γ' ὅτε δή σε ὄψου ἄσαιμι προταμών, Il. 9, 489; abschneiden, κορμὸν δ' ἐκ ῥίζης προταμών, Od. 23, 196, dicht an der Wurzel weggeschnitten habend; εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, wenn ich die Furche lang vor mir hinschnitte od. -zöge, 18, 375. – Uebh. von Etwas abschneiden, vorn aufschneiden.

French (Bailly abrégé)

f. προτεμῶ, ao.2 προὔταμον;
1 couper en avant, acc.;
2 couper ou retrancher auparavant;
Moy. προτέμνομαι fendre ou tracer devant soi, acc..
Étymologie: πρό, τέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-τέμνω, aor. προυταμον, med. προυταμόμην act. voortsnijden:; ἐκ ῥίζης voorthakkend vanaf de wortel Od. 23.196; voorsnijden. Il. 9.489. med. ploegen:. ὦλκα een vore Od. 18.375.

Russian (Dvoretsky)

προτέμνω: эп.-ион. προτάμνω
1 предварительно разрезывать (sc. ὄψον Hom.);
2 отрезывать, отсекать (κορμὸν ἐκ ῥίζης Hom.);
3 прорезать, прорывать: ὠλκα προτάμνεσθαι Hom. прокладывать (своим плугом) борозду.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. προτάμνω Α τέμνω
1. κόβω κάτι εκ τών προτέρων σε κομμάτια και το θέτω μπροστά από κάποιον («πρίν γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ' ἄσαιμι προταμών», Ομ. Ιλ.)
2. αποκόπτω («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών», Ομ. Οδ.)
3. (σχετικά με αμπέλι) κλαδεύω
4. μέσ. προτέμνομαι
α) κόβω προς τα εμπρός ή κόβω πριν από κάποιον άλλο («εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην», Ομ. Οδ.)
β) θερίζω εκ τών προτέρων («προταμέσθαι ἀρούρας», Απολλ. Ρόδ.).

Greek Monotonic

προτέμνω: Ιων. και Επικ. -τάμνω· μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ προὔτᾰμον·
I. περικόπτω εκ των προτέρων, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αποκόπτω το επάνω μέρος ή απλώς κόβω, Λατ. praecidere, σε Ομήρ. Οδ.
III. Μέσ., κόβω μπροστά σε κάποιον, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, εάν στο όργωμα ανοίξω ένα μεγάλο αυλάκι μπροστά μου, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προτέμνω: Ἰωνικ. καὶ Ἐπικ. -τάμνω· μέλλ. -τεμῶ· ἀόρ. προῦτᾰμον. Τέμνω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰλ. Ι. 489. ΙΙ. ἀποκόπτω τὸ ἄνω μέροςἁπλῶς κόπτω, Λατιν. praecidere, κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμὼν Ὀδ. Ψ. 196. ΙΙΙ. Μέσ., κόπτω πρὸς τὰ ἐμπρὸς ἢ πρό τινος, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην, «τὸ προταμοίμην ἀντὶ τοῦ, πρὸ σοῦ ἀροτριάσαιμι, καὶ ὡς εἰπεῖν προκόψαιμι» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 375, (ὡς τὸ ὄγμον ὀρθὸν ἄγειν ἐν Θεοκρ. 10. 2) ἀλλά, προταμέσθαι ἀρούρας, θερίσαι αὐτὰς πρότερον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1387.

Middle Liddell

ionic and epic -τάμνω fut. -τεμῶ aor2 προὔτᾰμον
I. to cut up beforehand, Il.
II. to cut off in front, cut short, Lat. praecidere, Od.
III. Mid. to cut forward or in front of one, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην if in ploughing I cut a long furrow before me, Od.