συστοιχία: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> situation sur le même rang, sur la même ligne;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> similitude <i>ou</i> analogie de classe, d'espèce, de catégorie ; <i>t. de gramm.</i> analogie des sons qui se prononcent avec le même organe.<br />'''Étymologie:''' [[σύστοιχος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[situation sur le même rang]], [[sur la même ligne]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> similitude <i>ou</i> analogie de classe, d'espèce, de catégorie ; <i>t. de gramm.</i> analogie des sons qui se prononcent avec le même organe.<br />'''Étymologie:''' [[σύστοιχος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:15, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστοιχία Medium diacritics: συστοιχία Low diacritics: συστοιχία Capitals: ΣΥΣΤΟΙΧΙΑ
Transliteration A: systoichía Transliteration B: systoichia Transliteration C: systoichia Beta Code: sustoixi/a

English (LSJ)

ἡ, column or series of things or ideas, Arist.APr.66b27, Metaph.1004b27, 1066a15, 1072a31, Thphr.CP6.5.6; ἐκ τῶν σ. ὅσαι μὴ ἐπαλλάττουσιν ἀλλήλαις from series which are mutually exclusive, Arist.APo.79b7; ἐν τῇ αὐτῇ σ. τῆς κατηγορίας in the same line of predication, Id.Metaph. 1054b35, 1058a13; especially in Pythag. philosophy, pair of co-ordinate or parallel columns, αἱ ἀρχαὶ αἱ κατὰ συστοιχίαν λεγόμεναι in a series of co-ordinate pairs, as odd and even, one and many, right and left, ib.986a23; also, either of such parallel columns, ib.1093b12, PA670b21, EN1096b6, al., Thphr.Vent. 58, Gal.18(2).167.

German (Pape)

[Seite 1044] ἡ, Zusammenstehen, die Zusammenstellung in eine Reihe, Ordnung, das Gehören zu derselben Klasse, dah. Verwandtschaft, Entsprechung; ἐν τῇ αὐτῇ συστοιχίᾳ wird Arist. metaph. 9, 3 erkl. ἐν ταὐτῷ γένει, vgl. 1, 5 und Nic. eth. 1, 6, 7, wo nach den Pythagoreern συστοιχίαι τῶν ἀγαθῶν aufgeführt werden; top. 2, 9 u. anal. post. 1, 29 werden κινεῖσθαι u. ἠρεμίζεσθαι als τῆς ἑτέρας συστοιχίας bezeichnet. Vgl. das Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 situation sur le même rang, sur la même ligne;
2 fig. similitude ou analogie de classe, d'espèce, de catégorie ; t. de gramm. analogie des sons qui se prononcent avec le même organe.
Étymologie: σύστοιχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συστοιχία -ας, ἡ [σύστοιχος] rij, reeks.

Russian (Dvoretsky)

συστοιχία:
1 ряд (однородных или однотипных вещей): τὰ ἐν τῇ αὐτῇ συστοιχίᾳ Arst. вещи одного ряда (порядка); αἱ ἀρχαὶ αἱ κατὰ συστοιχίαν Arst. (пифагорейские) начала, расположенные рядами (т. е. попарно);
2 грам. ряд однородных по месту образования звуков.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και συστοιχεία Α σύστοιχος
η ιδιότητα του σύστοιχου, το να είναι κάτι σύστοιχο προς κάτι άλλο
νεοελλ.
1. σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων παράλληλα ή κατά ζεύγη («συστοιχία πυροβόλων»)
2. γραμμ. το να προέρχεται κάτι από την ίδια ρίζα ή από το ίδιο θέμα με κάτι άλλο
3. φρ. «ηλεκτρική συστοιχία»
(ηλεκτρ.) το αποτέλεσμα της σύνδεσης μεταξύ τους δύο ή περισσότερων ηλεκτρικών γεννητριών
αρχ.
1. σειρά πραγμάτων ή εννοιών που υπάγονται στο ίδιο είδος ή στην ίδια τάξη
2. καθεμιά από παράλληλες σειρές
3. (κατά τους Πυθαγορείους) παράλληλη ή ομοταγής σειρά («αἱ ἀρχαὶ αἱ κατὰ συστοιχίαν λεγόμενοι», Γαλ.).

Greek Monotonic

συστοιχία: ἡ, σειρά πραγμάτων ή εννοιών που υπάγονται στο ίδιο είδος ή την ίδια λογική κατηγορία ή τάξη, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συστοιχία: ἡ, τὸ ἵστασθαι ἐν τῇ αὐτῇ σειρᾷ, τὰς συστοιχίας τῆς ἀμπέλου Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 48. ΙΙ. σειρὰ πραγμάτων ἢ ἐννοιῶν ὑπαγομένων εἰς τὴν αὐτὴν τάξιν ἢ εἰς τὸ αὐτὸ εἶδος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 3. 21, 2, Τοπ. 2. 9, 3, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 6. 5, 6· αἱ σ. ἐπαλλάττουσιν, αἱ δύο σειραὶ ἔχουσιν ἐναλλασσόμενα ἢ κοινὰ γνωρίσματα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 15, 3, πρβλ. σύστοιχος. 2) ἐν τῇ τῶν Πυγαγορείων φιλοσοφίᾳ, σειρὰ παράλληλοςὁμοταγής, αἱ ἀρχαὶ αἵ κατὰ συστοιχίαν λεγόμεναι, ἐπὶ σειρᾶς παραλλήλων ἢ ὁμοταγῶν ζευγῶν, οἷον, περιττὸν καὶ ἄρτιον· ἓν καὶ πολλά· δεξιὸν καὶ ἀριστερόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 5, 6, πρβλ. 3. 3. 21., 9. 3, 10, π. Ζ. Μορ. 3. 7, 17, Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 7, κ. ἀλλ. 3) περὶ τῆς γραμματ. ἐννοίας, ἴδε σύστοιχος 2.

Middle Liddell

συστοιχία, ἡ,
a coordinate series, Arist. [from σύστοιχος