πασπάλη: Difference between revisions
δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paspali | |Transliteration C=paspali | ||
|Beta Code=paspa/lh | |Beta Code=paspa/lh | ||
|Definition=[ᾰ], ἡ, = [[παιπάλη]], [[the finest meal]], Hsch., Phot., Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀλευρότησις]]: metaph., <b class="b3">ὕπνου οὐδὲ π</b> | |Definition=[ᾰ], ἡ, = [[παιπάλη]], [[the finest meal]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ἀλευρότησις]]: metaph., <b class="b3">ὕπνου οὐδὲ π.</b> not a [[morsel]] of sleep, Ar.''V.''91. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πασπάλη -ης, ἡ [~ | |elnltext=πασπάλη -ης, ἡ [~ πάλη] fijn meel; overdr.. ὕπνου οὐδὲ π. nog geen greintje slaap Aristoph. Ve. 91. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, = παιπάλη, the finest meal, Hsch., Phot., Suid. s.v. ἀλευρότησις: metaph., ὕπνου οὐδὲ π. not a morsel of sleep, Ar.V.91.
German (Pape)
[Seite 532] ἡ, = παιπάλη, das feinste Mehl, Staubmehl, übtr., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, auch kein Stäubchen oder Körnchen Schlaf, als Bezeichnung des Kleinsten oder Wenigsten, Ar. Vesp. 91, vgl. Moer.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
grain ou farine de millet ; d'où chose minime.
Étymologie: cf. παιπάλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πασπάλη -ης, ἡ [~ πάλη] fijn meel; overdr.. ὕπνου οὐδὲ π. nog geen greintje slaap Aristoph. Ve. 91.
Russian (Dvoretsky)
πασπάλη: ἡ (ср. παιπάλη) зернышко, пылинка: ὕπνου οὐδὲ πασπάλην ὁρᾶν Arph. не засыпать ни на минуту, не смыкать глаз.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν
πολύ λεπτό αλεύρι
νεοελλ.
1. οποιαδήποτε ουσία τριμμένη σε λεπτή σκόνη
2. σκόνη, κονιορτός
3. (ειδικά) η λεπτότατη άχνη που διασκορπίζεται στον γύρω χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα του αλευρόμυλου κατά την άλεση
αρχ.
μτφ. κάθε πράγμα σε ελάχιστη ποσότητα («ὕπνου δ' ὁρᾷ της νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της με το συνώνυμο παιπάλη «λεπτό αλεύρι» οφείλεται σε παρετυμολογία].
Greek Monotonic
πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, πολύ ψιλό αλεύρι· μεταφ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, ούτε υποψία ύπνου, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πασπάλη: [ᾰ], ἡ, = παιπάλη, τὸ λεπτότατον ἄλευρον, κοινῶς «πάσπαλη», Σουΐδ., Φώτ., κλ.· μεταφορ., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη, οὐδὲ βαρχύ τι, οὐδ’ ἐλάχιστόν τι ὕπνου, Ἀριστοφ. Σφ. 91· πρβλ. ἄχνα ἐν τέλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: fine flour etc. = παιπάλη, πάλη (Ar. V. 91 [metaph. of a very small measure], H., Phot., Suid.).
Compounds: πασπαλη-φάγος π.-eating' (Hippon.).
Derivatives: Also πάσπαλος with πασπαλέτης = κέγχρος resp. κεγχραλέτης (Gal.); PN Πασπαλᾶς.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular word of unknown formation; orig. *[σ]πα-σπάλη with dissim. (Schwyzer 260 a. 334 with Bq a. Curtius) is quite hypothetical. Cf. Masson Hipponax 155 w. n. 2 (one supposed Lyd. origin). - The relation with παιπάλη is quite unclear.
Middle Liddell
πᾰσπάλη, ἡ, = παιπάλη
the finest meal: metaph., ὕπνου οὐδὲ πασπάλη not a morsel of sleep, Ar.
Frisk Etymology German
πασπάλη: {paspálē}
Grammar: f.
Meaning: feines Mehl = παιπάλη, πάλη (Ar. V. 91 [übertr. von einem sehr kleinen Maß], H., Phot., Suid.);
Composita: πασπαληφάγος’π.-fressend' (Hippon.);
Derivative: auch πάσπαλος mit πασπαλέτης = κέγχρος bzw. κεγχραλέτης (Gal.); PN Πασπαλᾶς.
Etymology: Volkstürnliches Wort unklarer Bildung; urspr. *[σ]πασπάλη mit Dissim. (Schwyzer 260 u. 334 mit Bq u. Curtius) ist ganz hypothetisch. Vgl. Masson Hipponax 155 m. A. 2 (über vermeintliche lyd. Herkunft).
Page 2,477
Mantoulidis Etymological
(=πολύ λεπτό ἀλεύρι). Ἀντί παιπάλη πού παράγεται ἀπό τό πάλη μέ ἀναδιπλασιασμό, τοῦ πάλλω (=χτυπῶ, κουνῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.