μήκιστος: Difference between revisions
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mikistos | |Transliteration C=mikistos | ||
|Beta Code=mh/kistos | |Beta Code=mh/kistos | ||
|Definition=η, ον, Dor. [[μάκιστος]] [ᾱ], the only form used by Trag.: irreg. Sup. of [[μακρός]] (formed from [[μῆκος]], as [[αἴσχιστος]] from [[αἶσχος]]), < | |Definition=η, ον, Dor. [[μάκιστος]] [ᾱ], the only form used by Trag.: irreg. Sup. of [[μακρός]] (formed from [[μῆκος]], as [[αἴσχιστος]] from [[αἶσχος]]),<br><span class="bld">A</span> [[tallest]], τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα Il.7.155, cf. Od.11.309.<br><span class="bld">2</span> [[greatest]], μάκιστον σέλας A.''Fr.''281.1; μείζονα [πηδήματα] τῶν μακίστων S.''OT''1301 (anap.); τὰ μάκιστ' ἐμῶν κακῶν E.''Hipp.''818 (lyr.); τὸ μήκιστον τεράων A.R.4.1364.<br><span class="bld">3</span> [[longest]], in point of [[time]], ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος X.''Ages.''10.4: neut. [[μήκιστον]] as adverb, [[for a very long time]] or [[in the highest degree]], h.Cer.258 ([[si vera lectio|s.v.l.]]); <b class="b3">ὅτι δύνᾳ μάκιστον… ἐξιδοῦ</b> see to it [[as far as possible]], S.''Ph.''851 (lyr.); τί νύ μοι <b class="b3">μήκιστα γένηται</b>; what is to become of me [[at last]]? Od.5.299,465; [[τὸ μήκιστον]] = [[at longest]], Luc.''Herm.''50; [[ἐπὶ μήκιστον]] = [[for the longest time]], Id.''Demon.''1.<br><span class="bld">4</span> [[farthest]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.28, A.R.1.82; μ. ἀφέστηκεν τοῦ πείθειν Phld.''Rh.''1.270 S. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:10, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, Dor. μάκιστος [ᾱ], the only form used by Trag.: irreg. Sup. of μακρός (formed from μῆκος, as αἴσχιστος from αἶσχος),
A tallest, τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα Il.7.155, cf. Od.11.309.
2 greatest, μάκιστον σέλας A.Fr.281.1; μείζονα [πηδήματα] τῶν μακίστων S.OT1301 (anap.); τὰ μάκιστ' ἐμῶν κακῶν E.Hipp.818 (lyr.); τὸ μήκιστον τεράων A.R.4.1364.
3 longest, in point of time, ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος X.Ages.10.4: neut. μήκιστον as adverb, for a very long time or in the highest degree, h.Cer.258 (s.v.l.); ὅτι δύνᾳ μάκιστον… ἐξιδοῦ see to it as far as possible, S.Ph.851 (lyr.); τί νύ μοι μήκιστα γένηται; what is to become of me at last? Od.5.299,465; τὸ μήκιστον = at longest, Luc.Herm.50; ἐπὶ μήκιστον = for the longest time, Id.Demon.1.
4 farthest, X.Cyr.4.5.28, A.R.1.82; μ. ἀφέστηκεν τοῦ πείθειν Phld.Rh.1.270 S.
German (Pape)
[Seite 171] superl. zu μακρός, von μῆκος abgeleitet, der längste, schlankste; τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα, Il. 7, 155; Od. 11, 309; τί νύ μοι μήκιστα γένηται, was soll aufs längste, endlich aus mir werden, Od. 5, 299; sp. D.; auch in Prosa, wie Xen. Cyr. 4, 5, 28; Luc. de salt. 76; τὸ μήκιστον, längstens, Hermot. 50; τὸ μήκιστον αἰῶνος, das höchste Alter, Xen. Ag. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
sert de Sp. à μάκρος;
très long, très grand, de très haute taille ; neutre adv. • μήκιστον, très loin, le plus loin ; plur. • μήκιστα OD enfin.
Étymologie: Sp. formé de μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
μήκιστος: дор. μάκιστος 3 (ᾱ) (superl. к μακρός)
1 самый рослый, очень высокий (ἀνήρ Hom.);
2 самый большой, величайший (τὰ μάκιστα κακῶν Eur.). - см. тж. μήκιστα и μήκιστον.
Greek (Liddell-Scott)
μήκιστος: -η, -ον, Δωρ. μάκιστος [ᾱ], ὅστις εἶναι ὁ μόνος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγικοῖς τύπος· ἀλλ’ ὁ Ξεν. μεταχειρίζεται τὸν μετὰ τοῦ η τύπον· ― ἀνώμαλον ὑπερθετ. τοῦ μακρὸς (σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μῆκος, ὡς τὸ αἴσχιστος ἐκ τοῦ αἶσχος), ὑψηλότατος τὸ ἀνάστημα, τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα Ἰλ. Η. 155, πρβλ. Ὀδ. Λ. 309. 2) μέγιστος, μάκιστον σέλας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· μείζονα [πηδήματα] τῶν μακίστων Σοφ. Ο. Τ. 1301· τὰ μάκιστ’ ἐμῶν κακῶν Εὐρ. Ἱππ. 826· μήκιστον τεράων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1364. 3) μακρότατος, ἐπὶ χρόνου, ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος Ξεν. Ἀγησ. 10, 4· - οὐδ. μήκιστον ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ πολὺ μακρὸν χρόνον ἢ εἰς τὸν ὕψιστον βαθμόν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 259· τί νύ μοι μήκιστα γένηται; τί ἔχω νὰ γείνω ἐπὶ τέλους, τὸ τοῦ Οὐεργ. quid misero mihi denique restat? Ὀδ. Ε. 299, 465· τὸ μ., τὸ μακρότατον, Λουκ. Ἑρμότ. 59· ἐπὶ μ., ἐπὶ μακρότατον χρόνον, ὁ αὐτ. ἐν Δημώνακτ. 1. 4) μέγιστον, ὡς οὐκ ἀνθρώποισι κακὸν μήκιστον ἐπαυρεῖν, «οὐδὲν κακὸν μέγιστον ὃ μὴ ἀνθρώποις εὐχερὲς ἐπαυρεῖν, ὅ ἐστιν ἐπιτυχεῖν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 82· ὅτι δύνᾳ μάκιστον... ἐξιδοῦ, κύτταξε ὅσον μακρὰν δύνασαι, δηλ. μεταχειρίσου πᾶσαν δυνατὴν προφύλαξιν, Σοφ. Φιλ. 849· μήκιστον ἀπελαύνειν, ἀποδιώκειν ὅσον τὸ δυνατὸν μακράν, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 28.
English (Autenrieth)
tallest; as adv., μήκιστα, finally, Od. 5.299.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μήκιστος, -ίστη, -ον, Α δωρ. τ. μάκιστος, -ίστη, -ον)
νεοελλ.
(για μυ) αυτός που εκτείνεται από την ιερά χώρα μέχρι τις μαστοειδείς αποφύσεις του κρανίου
αρχ.
1. πολύ υψηλός στο ανάστημα («οὓς δὴ μηκίστους θρέψε ζείδωρος ἄρουρα», Ομ. Οδ.)
2. πάρα πολύ μεγάλος, μέγιστος («μήκιστον τεράων», Απολλ. Ρόδ.)
3. αυτός που διαρκεί πάρα πολύ, μακρότατος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ μήκιστον
η μακρότατη ηλικία του ανθρώπου («ἐπὶ τὸ μήκιστον ἀνθρωπίνου αἰῶνος», Ξεν.)
5. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) α) επί πολύ μακρό χρόνο («περιέγραψαν μὴ πλείω βιῶναι τὸ μήκιστον ἐτῶν ἑκατὸν ἄνθρωπον ὄντα», Λουκιαν.)
β) όσο το δυνατό μακριά, σε πολύ μεγάλη απόσταση («oἱ τοὺς ἐχθροὺς μήκιστον ἀπελαύνοντες μᾶλλον τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾱσι», Ξεν.)
6. (στον Όμ. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) επιτέλους, εν τέλει, στο τέλος («τί νύ μοι μήκιστα γένηται», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. τ. του επιθ. μακρός με θ. μᾱκ- / μηκ-, κατ' επίδραση του μῆκος (βλ. λ. μακρός)].
Greek Monotonic
μήκιστος: -η, -ον, Δωρ. και Τραγ. μάκιστος [ᾱ], ανώμ. υπερθ. του μακρός (σχηματισμένο από το μῆκος, όπως το αἴσχιστος από το αἶσχος)·
1. υψηλότατος, σε Όμηρ.
2. κραταιότατος, σε Σοφ., Ευρ.
3. μακρότατος, από άποψη χρόνου, σε Ξεν.· το ουδ. μήκιστον ως επίρρ., στον υψηλότερο βαθμό, σε Ομηρ. Ύμν.· επίσης, τί νύ μοι μήκιστα γένηται; τι πρόκειται να μου συμβεί σε βάθος χρόνου, εν τέλει; σε Ομήρ. Οδ.
4. πάρα πολύ μακρινός, ὅτι δυνᾷ μάκιστον, όσο το δυνατόν πιο μακριά, σε Σοφ.· μήκιστον ἀπελαύνειν, οδηγώ (εξορίζω) όσο το δυνατόν πιο μακριά, σε Ξεν.
Middle Liddell
μήκιστος, η, ον [irr. Sup. of μακρός (formed from μῆκος, as αἴσχιστος from αἶσχοσ),]
1. tallest, Hom.
2. greatest, Soph., Eur.
3. longest, in point of time, Xen.:—neut. μήκιστον as adv., in the highest degree, Hhymn.; also, τί νύ μοι μήκιστα γένηται; what is to become of me in the long run, at last? Od.
4. farthest, ὅτι δύνᾳ μάκιστον as far as possible, Soph.; μήκιστον ἀπελαύνειν to drive as far off as possible, Xen.