ἐπαναστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 <i>")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> se retourner sur <i>ou</i> vers, faire volte-face;<br /><b>2</b> faire volte-face pour résister;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐπαναστρέφομαι]];<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> [[revenir à la surface en se retournant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναστρέφω]].
|btext=<b>1</b> [[se retourner sur]] <i>ou</i> vers, faire volte-face;<br /><b>2</b> faire volte-face pour résister;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἐπαναστρέφομαι]];<br /><b>1</b> <i>m. sign.</i><br /><b>2</b> [[revenir à la surface en se retournant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναστρέφω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:31, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναστρέφω Medium diacritics: ἐπαναστρέφω Low diacritics: επαναστρέφω Capitals: ΕΠΑΝΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: epanastréphō Transliteration B: epanastrephō Transliteration C: epanastrefo Beta Code: e)panastre/fw

English (LSJ)

intr., A turn back upon one, wheel round and return to the charge, Ar.Ra.1102, Th.4.130, 8.105, X.HG6.2.21:—Pass., Ar. Eq.244, X.Eq.Mag.8.25; εἴς τι Porph.Marc.13. II Pass., return to the surface, Arist.Fr.335. III Pass., to be charged upon, τῇ ἐμῇ περιουσίᾳ PMasp.151.136 (vi A.D.).

French (Bailly abrégé)

1 se retourner sur ou vers, faire volte-face;
2 faire volte-face pour résister;
Moy. ἐπαναστρέφομαι;
1 m. sign.
2 revenir à la surface en se retournant.
Étymologie: ἐπί, ἀναστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναστρέφω:
1 делать поворот, поворачиваться кругом Xen., med. Arph.: ἐ. καὶ ἐπερείδεσθαι Arph. повернуться (лицом к противнику) и оказать сопротивление;
2 возвращаться назад (πρὸς τῇ πόλει Thuc.; ἐπὶ τὴν ἀρχήν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναστρέφω: ἀμετάβ., στρέφομαι ἐναντίον τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· ἐπανέρχομαι, ἐπαναστρέψας Θουκ. 4. 130· οὕτως ἐν τῷ παθ., στρέφομαι ὅπως τεθῶ κατά τινος, ἀλλ’ ἀμύνου κἀπαναστρέφου πάλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 244· ἐπαναστρεφομένοις τοῖς πολεμίοις ἐμπίπτειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 25. ΙΙ. Παθητ., προσέτι, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 316.

Greek Monolingual

ἐπαναστρέφω) στρέφω
(αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφω
νεοελλ.
στρέφω κάτι προς τα πίσω, το ξαναγυρίζω
μσν.
1. (για ομιλία) επανέρχομαι
2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζω
αρχ.-μσν.
(για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση της κοίτης
αρχ.
1. στρέφομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου («χαλεπὸν oὖv ἔργον διαιρεῖν, ὅταν ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», Αριστοφ.)
2. βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
3. επιβάλλομαι, επιβαρύνω κάποιον.

Greek Monotonic

ἐπαναστρέφω: μέλ. -ψω, αμτβ., γυρίζω εναντίον κάποιου, στρέφομαι και επιστρέφω στην έφοδο, σε Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως και στην Παθ., σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
intr. to turn back upon one, wheel round and return to the charge, Ar., Thuc.:— so in Pass., Ar.