τριπόδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πόδια<br /><b>2.</b> (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το [[πέος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φθάνει τους [[τρεις]] πόδες σε [[μήκος]] ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δε τρίπηχυν», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>πόδης</i>].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρία]] πόδια<br /><b>2.</b> (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το [[πέος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φθάνει τους [[τρεις]] πόδες σε [[μήκος]] ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, [[ὕπερον]] δε τρίπηχυν», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[τετραπόδης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:53, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπόδης Medium diacritics: τριπόδης Low diacritics: τριπόδης Capitals: ΤΡΙΠΟΔΗΣ
Transliteration A: tripódēs Transliteration B: tripodēs Transliteration C: tripodis Beta Code: tripo/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, ἡ, three feet long, ὄλμον τριπόδην Hes.Op.423; βαθύτερον τριπόδου X.Oec.19.3.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
long, large, etc. de trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριπόδης -ου [τρίπους] van drie voet, drie voet lang.

German (Pape)

ὁ,
1 drei Fuß lang; Hes. O. 425; Xen. Oec. 19.3.
2 dreifüßig, Sp.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπόδης: ου adj. m размером в три фута Hes. etc.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τρία πόδια
2. (με αισχρή σημ.) (για άνδρα) αυτός που έχει ανορθωμένο το πέος
αρχ.
αυτός που φθάνει τους τρεις πόδες σε μήκος ή σε ύψος («ὅλμον μεν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δε τρίπηχυν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. τετραπόδης].

Greek Monotonic

τρῐπόδης: -ου, ὁ (πούς), αυτός που έχει μήκος τριων ποδιών, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόδης: -ου, ὁ, (ποὺς) ὁ ἔχων μῆκος τριῶν ποδῶν, ὅλμον μὲν τριπόδην τάμνειν, ὕπερον δὲ τρίπηχυν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421· βαθύτερον τριπόδου Ξεν. Οἰκ. 19. 3.

Middle Liddell

τρῐ-πόδης, ου, ὁ, πούς
three feet long, Hes.