ὑπεξίστημι: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ὑπεκστήσω, <i>ao.2</i> ὑπεξέστην, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> renverser;<br /><b>II.</b> <i>intr. à l'ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> [[se lever du fond de]], [[sortir furtivement]] <i>ou</i> tout à coup;<br /><b>2</b> se retirer doucement par déférence <i>ou</i> par crainte : τινι devant qqn ; se désister, renoncer à : τῆς ἀρχῆς HDT au pouvoir ; ἄρχειν LUC à commander.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐξίστημι]]. | |btext=<i>f.</i> ὑπεκστήσω, <i>ao.2</i> ὑπεξέστην, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> renverser;<br /><b>II.</b> <i>intr. à l'ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.</i><br /><b>1</b> [[se lever du fond de]], [[sortir furtivement]] <i>ou</i> tout à coup;<br /><b>2</b> [[se retirer doucement par déférence]] <i>ou</i> par crainte : τινι devant qqn ; se désister, renoncer à : τῆς ἀρχῆς HDT au pouvoir ; ἄρχειν LUC à commander.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐξίστημι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:32, 6 December 2022
English (LSJ)
A alter gradually, Hsch.; esp. for the worse, perplex, Callistr.Stat.2. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., withdraw from, τοῦ νεώ Luc.Am.17; τῆς πόλεως Plu.Cat.Mi.19; τῆς ἀγορᾶς Id.CG1; ὑ. τῆς ἀρχῆς give up all claim to it, Hdt.3.83: c. inf., ὑ. ἄρχειν Luc.Sat.6. 2 c. acc., go out of the way of, avoid, ὑπεκστῆναι βούλομαι τὸν λόγον Pl.Phlb.43a; cf. ὑπεξέρχομαι 1. 3 c. dat., give place to, make way for, X.Ath.1.10; yield to, give way to, ταῖς ἀπορίαις, τῷ καιρῷ, Plu.Sol.25, Cat.Mi. 35.
German (Pape)
[Seite 1188] (s. ἵστημι), allmälig herausstellen, Sp. – Gew. med. nebst den intrans. tempp. des act., 1) darunter heraus- od. hervorgehen, unvermerkt hervorkommen, bes. aus einem Hinterhalte, Sp. – 2) ausweichen, aus dem Wege gehen, vermeiden, τινά, ὑπεκστῆναι βούλομαι τὸν λόγον Plat. Phil. 43 a; auch c. dat., οὔτε ὑπεκστήσεταί σοι ὁ δοῦλος Xen. Ath. 1, 9; u. absolut, ὑπεκστῆναι, Plut. Sol. 25. – 3) von einer Sache abstehen, keine Ansprüche auf sie machen, sie aufgeben, ὑπεξίστασθαι τῆς ἀρχῆς, die Herrschaft abtreten, Her. 3, 83; auch ἄρχειν, Luc. Saturn. 6.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπεκστήσω, ao.2 ὑπεξέστην, etc.
I. tr. renverser;
II. intr. à l'ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.
1 se lever du fond de, sortir furtivement ou tout à coup;
2 se retirer doucement par déférence ou par crainte : τινι devant qqn ; se désister, renoncer à : τῆς ἀρχῆς HDT au pouvoir ; ἄρχειν LUC à commander.
Étymologie: ὑπό, ἐξίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεξίστημι: тж. med.
1 тайно или незаметно уходить Plut., Luc.;
2 отказываться, отрекаться (τῆς ἀρχῆς Her. или ἄρχειν Luc.): ὑπεκστὰς τὰ πράγματα Plut. оставив государственные дела; ὑπεξέστη τῆς ἀγορᾶς Plut. (Г. Гракх) бросил посещать форум;
3 избегать (τι Plat.): ταῖς ἀπορίαις ὑπεκστῆναι Plut. обойти трудности;
4 уступать дорогу (τινί Xen.): ὑπεκστῆναι τῷ καιρῷ Plut. подчиниться обстоятельствам.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεξίστημι: μεθίστημι, μεταβάλλω κατ’ ὀλίγον, Ἡσύχ.· μάλιστα ἐπὶ τὸ χεῖρον, περιπλέκω, Καλλιστρ. Ἔκφρ. 892. ΙΙ. Παθητ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀναχωρῶ κρυφίως, Πλουτ. Κάμιλλ. 22, κλπ.· τοῦ νεὼ Λουκ. Ἔρωτ. 171, κλπ.· - ὑπ. τῆς ἀρχῆς, παραιτοῦμαι πάσης ἀξιώσεως, ἀποσύρομαι, ὡς τὸ Λατιν. abiicare se magistratu, Ἡρόδ. 3. 83· οὕτω μετ’ ἀπαρεμ., ὑπ. ἄρχειν Λουκ. Κρον. 6. 2) μετ’ αἰτ., ἀποφεύγω, ὑπεκστῆναι βούλομαι τὸν λόγο Πλάτ. Φίληβ. 43Α· πρβλ. ὑπεξέρχομαι Ι. 3) ἀποσύρομαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρὸ τοῦ ἀνωτέρου μου, κάμνω εἰς αὐτὸν τόπον, οὔτε ὑπεκστήσεταί σοι ὁ δοῦλος Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 10· - ὑποχωρῶ εἴς τινα, ταῖς ἀπορίαις, τῷ καιρῷ Πλουτ. Σόλ. 25, Κάτων Νεώτ. 35.
Greek Monolingual
Α
1. μετατρέπω κάπως, μεταβάλλω λίγο, ιδίως προς το χειρότερο
2. αποχωρώ κρυφά
3. (με γεν.) παραιτούμαι από αξίωση ή δικαίωμα («ἐπὶ τούτῳ δὲ ὑπεξίσταμαι τῆς ἀρχῆς», Ηρόδ.)
4. αποσύρομαι από τον δρόμο κάνοντας τόπο σε κάποιον άλλον, συνήθως ανώτερο μου, παραμερίζω («οὔτε ὐπεκστήσεταί σοι ὁ δοῦλος», Ξεν.)
5. υποχωρώ σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξίστημι «μεταβάλλω, αλλοιώνω, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].