παρεμβαίνω: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paremvaino | |Transliteration C=paremvaino | ||
|Beta Code=parembai/nw | |Beta Code=parembai/nw | ||
|Definition=[[fit in]], εἰς ἐπιτομήν | |Definition=[[fit in]], εἰς ἐπιτομήν Ph.''Bel.''66.39; [[go in beside]] another, Plu.2.593f; <b class="b3">τεθρίππῳ π.</b> to [[be mounted beside]] another [[on]]... D.H.2.34; ἐφ' ἁρματίου Id.5.47, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
fit in, εἰς ἐπιτομήν Ph.Bel.66.39; go in beside another, Plu.2.593f; τεθρίππῳ π. to be mounted beside another on... D.H.2.34; ἐφ' ἁρματίου Id.5.47, etc.
German (Pape)
[Seite 514] (s. βαίνω), daneben einherschreiten, aufsteigen (ans Land), Plut. gen. Socr. 23; τεθρίππῳ παρεμβεβηκώς, D. Hal. 2, 34, wie ἅρματι 8, 67; παρ. ἐφ' ἁρματίου δίφρου, 5, 47, vom Triumphator; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
s'avancer dans, à côté de.
Étymologie: παρά, ἐμβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
παρεμβαίνω: входить, погружаться Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμβαίνω: ἐμβαίνω ἐκ τοῦ πλησίον (εἰς τὴν θάλασσαν ὅπως βοηθήσω τινὰ κινδυνεύοντα), Πλούτ. 2. 593Ε· περεμβαίνω τεθρίππῳ, ἀναβαίνω πλησίον ἑτέρου ἐπὶ τεθρ. …, Διον. Ἁλ. 2. 34· ἐφ’ ἁρματίου ὁ αὐτ. 5. 47, κτλ.
Greek Monolingual
ΝΑ εμβαίνω
νεοελλ.
1. μπαίνω πλαγίως, εισέρχομαι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι
2. (σχετικά με πρόσ.) μπαίνω στην μέση, επεμβαίνω, μεσολαβώ μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, λύση διαφοράς ή άσκηση επιρροής
3. ανακατεύομαι σε μια υπόθεση, ενέργεια ή ασχολία που δεν μέ αφορά άμεσα, επειδή το θέλω ή επειδή είναι ανάγκη («το κράτος παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή)
4. (οικον.) αποδέχομαι ή πληρώνω συναλλαγματική αντί του αποδέκτη ή πληρωτή που καθορίζεται σε αυτήν
5. (νομ.) α) προσέρχομαι, επεμβαίνω δικαστικώς για συμμετοχή μου σε δίκη υφιστάμενη μεταξύ άλλων προσώπων, με την αιτιολογία πως έχω νόμιμο συμφέρον το οποίο πρέπει να τεθεί στην κρίση του δικαστηρίου και να ληφθεί υπ' όψιν κατά την εκδίκαση
β) μετέχω κατά πρόσκληση σε δικαιοπραξία συμβεβαιώνοντας και συναινώντας με έναν από τους συμβαλλομένους
αρχ.
1. βαίνω, βαδίζω κοντά σε κάποιον
2. ανεβαίνω δίπλα σε κάποιον πάνω σε άρμα.