ὑπάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß

Menander, Monostichoi, 374
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />][[qui contient de l'argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄργυρος]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui contient de l'argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄργυρος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάργυρος Medium diacritics: ὑπάργυρος Low diacritics: υπάργυρος Capitals: ΥΠΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: hypárgyros Transliteration B: hypargyros Transliteration C: ypargyros Beta Code: u(pa/rguros

English (LSJ)

ον, A having silver underneath: hence, I of rocks and the like, containing silver, veined with silver, πέτρα, χθών, E.Cyc.294, Rh.970; γῆ, λόφοι, X.Vect.1.5, 4.2: metaph. of men, containing a proportion of silver, Pl.R.415c; cf. ὑποσιδηρος. 2 silver underneath, of gilded plate, πρόσωπον ὑ. κατάχρυσον IG12.280.76, cf. 92.60, al.; κρατὴρ ὑ. ἐπίτηκτος ib.22.1388A44; τὰ ὑ. χρυσία, of false gold coins, S.E.P.2.30, cf. Poll.7.104; ὑπέλαβον ἑαυτοὺς εἶναι τοὺς ὑπαργύρους καὶ ὑποχρύσους θεούς, νομίσματος κεκιβδηλευμένου τὸν τρόπον Ph.1.542. 3 silver-plated, δακτύλιοι Inscr.Délos 298.40 (iii B. C.), 442B61 (ii B. C.). II sold or hired for silver, mercenary, venal, φωνά Pi.P.11.42; ὑπάργυρα λέγειν Tz.H.8.828: cf. καταργυρόω ΙΙ. 2 = κινάμωμον, Hsch. (prob. so called because worth its weight in silver).

German (Pape)

[Seite 1183] unterwärts Silber habend, von Silber gemacht u. vergoldet; χρυσία S. Emp. pyrrh. 2, 30; – silberhaltig, ἐν ἄντροις τῆσδ' ὑπαργύρου χθονός Eur. Rhes. 970; πέτρα Cycl. 293; vgl. Plat. Rep. III, 415 c; – versilbert, gegen Silber verkauft, φωνά Pind. P. 11, 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient de l'argent.
Étymologie: ὑπό, ἄργυρος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάργῠρος:
1 содержащий серебро (πέτρα Eur.; γῆ Xen.);
2 серебряный внутри: τὰ ὑπάργυρα χρυσία Sext. позолоченные серебряные изделия;
3 продаваемый на деньги, продажный (φωνά Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάργῠρος: -ον, ὁ ἔχων ἄργυρον κάτωθεν· ἐντεῦθεν, 1) ἐπὶ πετρῶν καὶ τῶν τοιούτων, περιεχουσῶν ἄργυρον, ἐχουσῶν φλέβας ἀργύρου, ὑπάργυρος πέτρα Εὐρ. Κύκλ. 294· ὑπάργυρος χθὼν ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 970· γῆ, λόφοι Ξεν. Πόροι 1, 5., 4, 2· ― ἐπὶ μεταλλικῶν οὐσιῶν περιεχουσῶν μέρος ἀργύρου, μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 415C, πρβλ. ὑποσίδηρος. 2) ὁ ἔχων ἄργυρον κάτωθεν, ἐπὶ ἐπιχρύσων σκευῶν, πρόσωπον ὑπ. κατάχρυσον Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7· κρατὴρ ὑπ. ἐπίτηκτος αὐτόθι 150Α. 43, πρβλ. 151. 23· τὰ ὑπ. χρυσία, ἐπὶ κιβδήλων χρυσῶν νομισμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 230, Πολυδ. Ζ΄, 104. ΙΙ. ὁ πωληθεὶς ἢ μισθωθεὶς δι’ ἀργυρίου, μισθωτός, ὤνιος, εἰ μισθῷ συνετίθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον Πινδ. Π. 11. 65· λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει Τζέτζ. Ἱστ. 8. 228, πρβλ. καταργυρόω ΙΙ. 2) ὁ ἔχων ἀξίαν ἴσην πρὸς τὸ βάρος αὐτοῦ εἰς ἄργυρον, «ὑπάργυρον· τὸ κινάμωμον» Ἡσύχ., ἴδε Salmas εἰς Hist. Ang. 2. 546.

English (Slater)

ὑπάργῠρος crossed with silver Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν ( silver inlaid implying for hire : v. Schadewaldt, 284̆{5}; van Groningen, Comp. Litt., 361 n. 1) (P. 11.42)

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾶσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ.
β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα αργύρου («ὑπάργυρος πέτρα», Ευρ.)
2. (για μέταλλο) ο αναμεμιγμένος με άργυρο
3. επάργυρος·4. (για σκεύος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από άργυρο και έχει επιχρυσωθεί («κρατὴρ ὑπάργυρος ἐπίτηκτος», επιγρ.)
5. (για προϊόν) αυτός που έχει αξία ίση με το βάρος του σε άργυρο
6. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπάργυρον
τὸ κιννάμωμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἄργυρος (πρβλ. ἐπ-άργυρος)].

Greek Monotonic

ὑπάργῠρος: -ον, I. αυτός που από μέσα ή κάτω του έχει ασήμι·
1. αυτός που περιέχει ασήμι, αυτός που έχει φλέβα ασημιού, πέτρα, χθών, σε Ευρ.· αυτός που περιέχει μια ποσότητα, αναλογία αργύρου, μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ.
II. πουλημένος ή μισθωμένος με ασήμι, μισθωτός, μισθοφόρος, αργυρώνητος, εξαγοραζόμενος, παραδόπιστος, ιδιοτελής, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑπ-άργῠρος, ον,
having silver underneath; hence,
I. containing silver, veined with silver, πέτρα, χθών Eur.:— containing a proportion of silver, metaph. of men, Plat.
II. sold or hired for silver, mercenary, venal, Pind.

English (Woodhouse)

containing silver

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)