μεγαυχής: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megafchis
|Transliteration C=megafchis
|Beta Code=megauxh/s
|Beta Code=megauxh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μεγάλαυχος]], [[παγκράτιον]] <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>11.21</span>; δαίμων <span class="bibl">A. <span class="title">Pers.</span>642</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[boasting]], c. dat., σκάπτροισι <span class="title">AP</span>7.427.7 (Antip. Sid.).</span>
|Definition=μεγαυχές,<br><span class="bld">A</span> = [[μεγάλαυχος]], [[παγκράτιον]] Pi.''N.''11.21; δαίμων A. ''Pers.''642 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[boasting]], c. dat., σκάπτροισι ''AP''7.427.7 (Antip. Sid.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαυχής Medium diacritics: μεγαυχής Low diacritics: μεγαυχής Capitals: ΜΕΓΑΥΧΗΣ
Transliteration A: megauchḗs Transliteration B: megauchēs Transliteration C: megafchis Beta Code: megauxh/s

English (LSJ)

μεγαυχές,
A = μεγάλαυχος, παγκράτιον Pi.N.11.21; δαίμων A. Pers.642 (lyr.).
II boasting, c. dat., σκάπτροισι AP7.427.7 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 110] ές, = μεγαλαυχής; παγκράτιον, Pind. N. 11, 21; δαίμων, Aesch. Pers. 633; sp. D., wie Θῆβαι Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι μεγαυχής, stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
glorieux, plein de gloire.
Étymologie: μέγας, αὐχέω.

Russian (Dvoretsky)

μεγαυχής:
1 славный, прославленный (παγκράτιον Pind.; δαίμων Aesch.);
2 гордящийся, весьма гордый (τινι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγαυχής: -ές, = μεγάλαυχος, παγκράτιον Πινδ. Ν. 11. 27· δαίμων Αἰσχύλ. Πέρσ. 641. ΙΙ. καυχώμενος, μεγαλαυχῶν, τινι, ἐπί τινι, Ἀνθ. Π. 7. 427.

English (Slater)

μεγαυχής proud πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (Er. Schmid: μεγαλαυχεῖ codd.) (N. 11.21)

Greek Monolingual

μεγαυχής, -ές (Α)
1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαυχεῖ παγκρατίῳ)», Πίνδ.)
2. αυτός που υπερηφανεύεται, που καυχιέται για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -αυχής (< αὐχῶ «υπερηφανεύομαι»), πρβλ. μεγαυχής, υψαυχής].

Greek Monotonic

μεγαυχής: -ές, = μεγάλαυχος, σε Πίνδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

μεγ-αυχής, ές = μεγάλαυχος, Pind., Aesch.]

Translations

boastful

Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам