φοράδην: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foradin
|Transliteration C=foradin
|Beta Code=fora/dhn
|Beta Code=fora/dhn
|Definition=[ᾰ], Dor. φορ-άδαν, Adv. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[borne along]], [[borne]] or [[carried in a litter]] or the like, as a sick person, <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>1166</span> (anap.), <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>888</span> (anap.), <span class="title">IG</span>42(1).122.27 (Epid., iv B. C.); φ. ἦλθον οἴκαδε <span class="bibl">D.54.20</span>; <b class="b3">φ. ἀνακομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι</b>, <span class="bibl">D.C.56.45</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>14.5</span>; ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[with rushing motion]], [[violently]], <span class="bibl">S. <span class="title">OT</span>1310</span> (anap.).</span>
|Definition=[ᾰ], Dor. [[φοράδαν]], Adv.<br><span class="bld">A</span> [[borne along]], [[borne]] or [[carried in a litter]] or the like, as a sick person, E.''Andr.''1166 (anap.), ''Rh.''888 (anap.), ''IG''42(1).122.27 (Epid., iv B. C.); φ. ἦλθον οἴκαδε D.54.20; <b class="b3">φ. ἀνακομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι</b>, D.C.56.45, Luc.''DMort.''14.5; ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plu.''Cor.''24.<br><span class="bld">2</span> [[with rushing motion]], [[violently]], S. ''OT''1310 (anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοράδην Medium diacritics: φοράδην Low diacritics: φοράδην Capitals: ΦΟΡΑΔΗΝ
Transliteration A: phorádēn Transliteration B: phoradēn Transliteration C: foradin Beta Code: fora/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. φοράδαν, Adv.
A borne along, borne or carried in a litter or the like, as a sick person, E.Andr.1166 (anap.), Rh.888 (anap.), IG42(1).122.27 (Epid., iv B. C.); φ. ἦλθον οἴκαδε D.54.20; φ. ἀνακομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, D.C.56.45, Luc.DMort.14.5; ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plu.Cor.24.
2 with rushing motion, violently, S. OT1310 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1299] adv., 1) getragen, auf einer Babre, τὸν νεόδμητον ἐν χεροῖν φοράδην πέμπει Eur. Rhes. 888; auf einem Sessel liegend, sitzend, von Kranken, ὑγιὴς ἐξελθὼν φοράδην ἦλθον οἴκαδε Dem. 54, 20; Plut. Popl. 16 u. a. Sp., wie Ach. Tat. 1, 13. – 2) dahingetragen, fortgerissen, in reißend schneller Bewegung, Soph. O. R. 1311 πᾷ μοι φθογγὰ φοράδην; Eur. φοράδην δῶμα πελάζει Andr. 1167.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en portant ou en étant porté, càd en chaise, en litière;
2 par un transport rapide, vivement.
Étymologie: φορά, -δην.

Russian (Dvoretsky)

φοράδην: adv.
1 неся (ἐν χεροῖν τινα Eur.);
2 на носилках (δῶμα πελάζειν Eur.; ἐλθεῖν οἴκαδε Dem.): ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plut. доставленный на носилках;
3 стремительно (διαπέτεσθαι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

φοράδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., «σηκωτὰ» ἐντὸς φορείου καὶ τῶν τοιούτων, ἐπὶ νοσούντων, Εὐρ. Ἀνδρ. 1166, Ρῆσ. 888· φ. ἧκον οἴκαδε Δημ. 1263. 11· φ. ἀνοκομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, ὀχεῖσθαι Δίων Κάσσ. 56. 45, Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 14. 5, Πλούτ., κλπ.· φ. ἐν κλινιδίῳ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 24· «φοράδην κομίζεσθαι» Πολυδ. Ϛϳ, 175. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φοράδην… ὁ φερόμενος βασταγμῷ». 2) μετὰ ὁρμητικῆς κινήσεως, ὁρμητικῶς, Σοφ. Ο. Τύρ. 1310.

Greek Monolingual

ΜΑ, και δωρ. τ. φοράδαν Α
επίρρ. (κυρίως για ασθενείς) με μεταφορά πάνω σε φορείο, σηκωτά
αρχ.
με ορμητικό τρόπο, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχάδην)].

Greek Monotonic

φοράδην: [ᾰ], (φέρομαι), επίρρ.,
1. με φόρα, σηκωτά, φερόμενος ή μεταφερόμενος σε φορείο ή όπως ένας άρρωστος άνθρωπος, σε Ευρ., Δημ.
2. με βιαστική κίνηση, βίαια, ορμητικά, σε Σοφ.

Middle Liddell

[φέρομαι]
1. adv. borne along, borne or carried in a litter, or the like, as a sick person, Eur. Dem.
2. with rushing motion, violently, Soph.