σπατίλη: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine

Source
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spatili
|Transliteration C=spatili
|Beta Code=spati/lh
|Beta Code=spati/lh
|Definition=[ῑ], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[thin excrement]], as in [[diarrhoea]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>28</span>: generally, [[ordure]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>48</span>, <span class="bibl">D.C.46.5</span> (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ([[σπάτος]]) [[parings of leather]], Sch.Ar. [[l.c.]]; also [[πατίλη]] <span class="title">An.Ox.</span>2.303; παστίλη Hdn. Gr.<span class="bibl">1.322</span>.</span>
|Definition=[ῑ], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[thin excrement]], as in [[diarrhoea]], Hp.''Acut.''28: generally, [[ordure]], Ar.''Pax''48, D.C.46.5 (pl.).<br><span class="bld">II</span> ([[σπάτος]]) [[parings of leather]], Sch.Ar. [[l.c.]]; also [[πατίλη]] ''An.Ox.''2.303; παστίλη Hdn. Gr.1.322.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰτῑ́λη Medium diacritics: σπατίλη Low diacritics: σπατίλη Capitals: ΣΠΑΤΙΛΗ
Transliteration A: spatílē Transliteration B: spatilē Transliteration C: spatili Beta Code: spati/lh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,
A thin excrement, as in diarrhoea, Hp.Acut.28: generally, ordure, Ar.Pax48, D.C.46.5 (pl.).
II (σπάτος) parings of leather, Sch.Ar. l.c.; also πατίλη An.Ox.2.303; παστίλη Hdn. Gr.1.322.

German (Pape)

[Seite 918] ἡ, dünner Stuhlgang; Ar. Pax 48, Menschenkoth; neben ὀϊσπώτη u. ὑσπέλεθος, D. Cass. 46, 5. – Nach Schol. Ar. a. a. O. auch Lederschnitzet. – Comp. aus σκῶρ und τιλάω?

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
excrément liquide ; particul. excrément de l'homme.
Étymologie: σπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπατίλη -ης, ἡ [σπάω?] ontlasting, poep; Aristoph. Pax 48; diarree. Hp. Acut. 28.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰτίλη: ἡ (ῑ) испражнения, экскременты Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰτίλη: [ῑ], ἡ, λεπτὸν ἀποπάτημα, ὡς ἐν διαρροίᾳ, «τσίρλα», Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· καθόλου, κόπρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 48. ΙΙ. (σπάτος) ἀποξύσματα, ἀποκοψίδια τῶν δερμάτων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὠσαύτως πατίλη Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 303· παστίλη Ἀρκάδ. 109, Θεογνώστ. Κανόν. 111. 10. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ ὑγρὸν διαχώρημα».

Greek Monolingual

και πατίλη, ἡ, Α
1. υδαρές αποπάτημα
2. αποπάτημα, κόπρος
3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -ίλη, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας (πρβλ. κονίλη, μαρίλη). Η λ. με τη σημ. «κομμάτια από δέρμα» προήλθε, κατά μία άποψη, από τον τ. σπάτος «δέρμα» (< σπάω) και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμόν με σημ. «υδαρές αποπάτημα», πιθ. κατ' επίδραση τών τῖλος «υδαρές αποπάτημα», τιλῶ «αποπατώ». Η σύνδεση της λ. με τον τ. οἰσπώτη «κοπριά», όπως και η άποψη ότι η λ. σπατίλη προέρχεται με απλολογία από έναν συνθ. τ. σπατο-τίλη (< σπάτος / τῖλος), δεν θεωρούνται πιθανές].

Greek Monotonic

σπᾰτίλη: [ῑ], ἡ, περίττωμα, έκκριση, ακαθαρσία, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το σκώρ, σκατός).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: 1. thin excrement (Hp., Ar. Pax 48, D.C.); σπατίλουροι οἱ την οὑρὰν εἰς την σπατίλην ἐκτιθέντες H.; unclear σπατιλοκολυμφευ Sophr. (PSI 11, 1214 d 4). 2. leather waste (Sch. Ar. l. c.);
Other forms: auch πατίλη (An. Ox.).
Derivatives: Also παστίλη = ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ ἐνιαυτοῦ (Hdn. Gr. 1, 322, 19).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like μαρίλη, κονίλη, χονδρίλη etc. (vgl. Chantraine Form. 249). In the 2. meaning to σπάτος (s. v.). Also the meaning. thin excrement may be combined with it as euphemistic metaphor; (to which the phonetic cimilarity with τῖλος, τιλάω may have contributed). Since Meillet MSL 13, 291 f. however usually connected with οἰ-σπώτη. The furher analysis in *σπατο-τίλη (WP. 2, 682 f. w. lit.) does not inspire confidence with a word of this characted.

Middle Liddell

σπᾰτῑ́λη, ἡ,
excrement, Ar. [Perh. akin to σκώρ, σκατός.]

Frisk Etymology German

σπατίλη: {spatī́lē}
Forms: auch πατίλη (An. Ox.);
Grammar: f.
Meaning: 1. dünner Stuhlgang (Hp., Ar. Pax 48, D.C.); σπατίλουροι· οἱ τὴν οὐρὰν εἰς τὴν σπατίλην ἐκτιθέντες H.; unklar σπατιλοκολυμφευ Sophr. (PSI 11, 1214 d 4). 2. Lederabfälle (Sch. Ar. l. c.);
Derivative: daneben παστίλη = ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ ἐνιαυτοῦ (Hdn. Gr. 1, 322, 19).
Etymology: Bildung wie μαρίλη, κονίλη, χονδρίλη usw. (vgl. Chantraine Form. 249). In der 2. Bed. zu σπάτος (s. d.). Auch die Bed. dünner Stuhlgang dürfte als euphemistische Metapher damit vereinbar sein; dabei mag die lautliche Ähnlichkeit mit τῖλος, τιλάω eingewirkt haben. Seit Meillet MSL 13, 291 f. dagegen gewöhnlich mit οἰσπώτη verbunden. Die weitere Zerlegung in *σπατοτίλη (WP. 2, 682 f. m. Lit.) erweckt bei einem Wort dieses Charakters kein Vertrauen.
Page 2,759

Translations

excrement

Arabic: غَائِط‎, بِرَاز‎, خَرَاء‎, خِرَاء‎; Armenian: կղկղանք; Azerbaijani: nəcis; Balinese: tai; Belarusian: спаражнення, экскрыменты, кал, фекаліі; Bulgarian: изпражнение, фекалии, екскременти; Burmese: မစင်, ချေး, အညစ်အကြေး; Catalan: femta; Chinese Cantonese: 屎; Dungan: дафын, сы; Mandarin: 大便, 屎, 糞, 粪; Czech: výkal, stolice; Danish: ekskrement, afføring; Dutch: uitwerpselen; Esperanto: feko, ekskremento; Fijian: dā; Finnish: lanta, uloste; French: excrément; Galician: excremento; Gamilaraay: guna; Georgian: ექსკრემენტები, ფეკალია, განავალი; German: Ausscheidungen, Kot; Greek: περίττωμα; Ancient Greek: ἄποδος, ἀποπάτημα, ἀπόπατος, ἀπόρρυσις, ἀπόψυγμα, ἀφόδευμα, ἀφόδημα, ἄφοδος, ἀφόρδιον, βόβλιτον, βόλβιθος, βόλβιτον, βόλβυθον, διαφόρημα, διαχώρημα, ἔκκρισις, ἔκπατος, κάκκη, κόπρανα, κόπρανον, κοπρία, κόπριον, κόπρος, μίνθος, ὄνθος, πέλεθος, περίσσευμα, περίσσωσις, περίσσωμα, περίττωμα, περίττευμα, περίττωσις, προχώρημα, σκατός, σκύβαλον, σκῶρ, σπατίλη, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπόστασις, ὑποχώρημα, ὑποχώρησις, χέσμα; Gujarati: ગૂ, હગાર, હંગણ, છી; Higaonon: ta-i; Hindi: टट्टी, मल, गू, गूह, गुह, गोबर, पाखाना, विष्ठा; Hawaiian: kūkae; Hungarian: ürülék; Ido: exkremento; Indonesian: tahi; Italian: escremento; Japanese: 便, 大便, うんこ, うんち, 糞; Javanese: tai; Khmer: គូទ, វច្ច, ឧច្ចារ, លាមក; Korean: 똥, 뒤, 대변; Lao: ອາຈົມ, ອຸດຈາຣະ, ຂີ້; Latin: fimum, egeries, stercus; Lü: ᦃᦲᧉ; Macedonian: измет, екскремент; Malay: air besar, tahi, tinja; Malayalam: മലം, തീട്ടം, കാട്ടം; Maori: tūtae, hamuti, paru, paranga, karaweta, paraweta; Mongolian: баас, шээс; Navajo: chąąʼ; Ngarrindjeri: kunar; Norwegian Bokmål: avføring; Nynorsk: avføring; Ojibwe: moo; Old East Slavic: говьно; Oromo: udaan; Pitjantjatjara: kuna; Plautdietsch: Kak; Polish: kał, ekskrementy, odchody; Portuguese: excremento, fezes; Quechua: q'awa, aka; Romagnol: càca; Romanian: excrement, materii fecale, fecale; Russian: кал, экскременты, испражнения, фекалии; Samoan: tae; Sanskrit: गूथ; Serbo-Croatian Cyrillic: екскремент, измет; Roman: ekskrement, izmet, izmetine; Slovak: výkal; Slovene: blato, iztrebek, izloček; Spanish: excremento; Swedish: avföring; Tausug: tai; Tedim Chin: eek; Tetum: teen; Thai: อาจม, อุจจาระ, ขี้; Tocharian B: weṃts; Turkish: dışkı; Ukrainian: випорожнення, екскременти, кал, фекалії; Uzbek: najas, axlat; Vietnamese: phân, cứt; Warlpiri: kuna; Zazaki: gi; Zhuang: haex

ordure

Armenian: գոմաղբ, քակոր; Old Armenian: քակոր; Assamese: গু, হগা; Bulgarian: тор; Dutch: afval, uitwerpselen; French: immondice; Georgian: ნაკელი; Greek: κοπριά, κόπρανα, κόπρος; Ancient Greek: κόπρος, σπέλεθος, μίνθος, ὄνθος; Hindi: गोबर, मल, विष्ठा, गू, गूह, गुह; Irish: garr, salachar; Italian: fimo; Latin: fimum, fimus, stercus; Navajo: chąąʼ; Russian: экскременты; Sanskrit: गूथ; Scottish Gaelic: buachar; Spanish: esterco; Welsh: pridd