στεροπή: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=steropi | |Transliteration C=steropi | ||
|Beta Code=steroph/ | |Beta Code=steroph/ | ||
|Definition=ἡ, ''poet.'' word,<br><span class="bld">A</span> like [[ἀστεροπή]], [[ἀστραπή]], [[flash of lightning]], σ. πατρὸς Διός Il.11.66, cf. Hes.''Th.''845; ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Pi.''P.''4.198; <b class="b3">στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις</b>, i.e. Zeus, ib.6.24; ἕλικες.. στεροπῆς ζάπυροι A.''Pr.''1084 (anap.); βροντῇ στεροπῇ τε Id.''Supp.''34 (anap.), etc.<br><span class="bld">2</span> generally of [[dazzling light]], [[gieam]], χαλκοῦ στεροπή Il.11.83, Od.4.72; of the sun, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων S.''Tr.''99 (lyr.). | |Definition=ἡ, ''poet.'' word,<br><span class="bld">A</span> like [[ἀστεροπή]], [[ἀστραπή]], [[flash of lightning]], σ. πατρὸς Διός Il.11.66, cf. Hes.''Th.''845; ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Pi.''P.''4.198; <b class="b3">στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις</b>, i.e. Zeus, ib.6.24; ἕλικες.. στεροπῆς ζάπυροι [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''1084 (anap.); βροντῇ στεροπῇ τε Id.''Supp.''34 (anap.), etc.<br><span class="bld">2</span> generally of [[dazzling light]], [[gieam]], χαλκοῦ στεροπή Il.11.83, Od.4.72; of the sun, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων S.''Tr.''99 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:10, 7 February 2024
English (LSJ)
ἡ, poet. word,
A like ἀστεροπή, ἀστραπή, flash of lightning, σ. πατρὸς Διός Il.11.66, cf. Hes.Th.845; ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Pi.P.4.198; στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, i.e. Zeus, ib.6.24; ἕλικες.. στεροπῆς ζάπυροι A.Pr.1084 (anap.); βροντῇ στεροπῇ τε Id.Supp.34 (anap.), etc.
2 generally of dazzling light, gieam, χαλκοῦ στεροπή Il.11.83, Od.4.72; of the sun, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων S.Tr.99 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 938] ἡ, = ἀστεροπ ή, ἀστραπή, der Blitz; πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμφ' ὥστε στεροπὲ πατρὸς Διός, Il. 11, 66, vgl. 84; Hes. Th. 845; λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι, Pind. P. 4, 198; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, 6, 24; übh. Glanz, χαλκοῦ, Il. 11, 83 u. öfter; βροντῇ στεροπ ῇ τε, Aesch. Suppl. 34; Prom. 1086; Soph. Ai. 250; u. von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, Trach. 99; ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Βορέας, Ibyc. 1; sp. D., wie Ep. ad. 8 (VII, 87). – S. auch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 éclair;
2 lueur éclatante, éclat.
Étymologie: cf. ἀστεροπή, ἀστραπή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεροπή -ῆς, ἡ, Dor. στεροπά [~ ἀστεροπή] bliksem, bliksemstraal, bliksemschicht:. σ. πατρὸς Διός de bliksemstraal van vader Zeus Il. 11.66; βροντῇ στεροπῇ τ’... ἀντήσαντες ὄλοιντο mogen zij donder en bliksem op hun pad vinden en zo omkomen Aeschl. Suppl. 34. uitbr. schittering, glans, straling, van brons; van de zon:. ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων o u die brandt met schitterende stralen Soph. Tr. 99.
Russian (Dvoretsky)
στεροπή: дор. στεροπά (ᾱ) ἡ
1 молния (βροντὴ σ. τε Aesch.): στεροπᾶν (= στεροπῶν) κεραυνῶν τε πρύτανις Pind. властитель молний и громов, т. е. Зевс;
2 сверкание, сияние, блеск (χαλκοῦ Hom.; λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, sc. ἥλιος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
στεροπή: ἡ, ποιητ. λέξ. ὡς τὸ ἀστεροπή, ἀστραπή, λάμψις ἀστραπῆς, “αὐγὴ” Ἡσύχ., στ. πατρὸς Διὸς Ἰλ. Λ. 66, 184, Ἡσ. Θ. 845· ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Πινδ. Π. 4. 353· στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, δηλ. ὁ Ζεύς, αὐτόθι Ζ. 24· ἕλικες .. στεροπῆς ζάπυροι Αἰσχύλ. Πρ. 1084· βροντῇ στεροπῇ τε ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 35, κτλ.· - καθόλου, ἐπὶ ἐξαστράπτοντος, ἀκτινοβολοῦντος φωτός, λάμψις, ἀκτινοβολία, χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Ἰλ. Λ. 83, πρβλ. Ὀδ. Δ. 72· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων Σοφ. Τρ. 99.
English (Autenrieth)
(ἀστεροπή, ἀστράπτω): lightning; then the gleam, sheen of metals, Il. 19.363, Od. 4.72, Od. 14.268.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. ἀστεροπή.
Greek Monotonic
στεροπή: ἡ, όπως το ἀστεροπή, ἀστραπή, η λάμψη της αστραπής, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· γενικά, λάμψη, αστραπή, ακτινοβολία, στιλπνότητα, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: lightning, gleam, shine (ep. Il.).
Other forms: masculinised (Fraenkel Nom. ag. 2, 121) Στερόπης m. name of a Cyclops (Hes., Call.); backformation στέροψ glittering, lighting (S. in lyr.) after αἶθοψ.
Compounds: στεροπ-ηγερέτα surn. of Zeus (H 298, Q. S., Nonn.), after νεφεληγερέτα (cf. Risch Sprachgesch. u. Wortbed. 394);
Etymology: S. ἀστεροπή.
Middle Liddell
στεροπη, ἡ, = like ἀστεροπή, ἀστραπή
a flash of lightning, Il., Hes., etc.:—generally flash, gleam, sheen, Hom.
Frisk Etymology German
στεροπή: {steropḗ}
Forms: maskulinisiert (Fraenkel Nom. ag. 2, 121) Στερόπης m. N. eines Kyklopen (Hes., Kall.); Rückbildung στέροψ schimmernd, leuchtend (S. in lyr.) nach αἶθοψ.
Grammar: f.
Meaning: Blitz, Schimmer, Glanz (ep. poet. seit Il.);
Composita: στεροπηγερέτα Bein. des Zeus (H 298, Q. S., Nonn.), nach νεφεληγερέτα (vgl. Risch Sprachgesch. u. Wortbed. 394);
Etymology: S. ἀστεροπή.
Page 2,793
Mantoulidis Etymological
(=ἀστραπή, λάμψη). Σάν τό ἀστεροπή = ἀστραπή, συγγενικό μέ τή λέξη ἀστήρ.