δήμαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0561.png Seite 561]] ὁ, Beherrscher eines [[δῆμος]], z. B. in Aegypten, Vorsteher eines Distrikts, Her. 3, 6. Bes. 1) in Athen, der Vorsteher eines [[δῆμος]], nach Klisthenes (vorher ναύκραροι), Dem. 43, 57; über seine Geschäfte vgl. Harpocrat. Er trieb auch die Schulden der einzelnen Bürger an den [[δῆμος]] ein, u. pfändete aus, Ar. Nubb. 37. – 2) in Rom, Volkstribun, Plut., z. B. Coriol. 6 u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0561.png Seite 561]] ὁ, [[Beherrscher]] eines [[δῆμος]], z. B. in Aegypten, [[Vorsteher]] eines Distrikts, Her. 3, 6. Bes. 1) in Athen, der Vorsteher eines [[δῆμος]], nach Klisthenes (vorher ναύκραροι), Dem. 43, 57; über seine Geschäfte vgl. Harpocrat. Er trieb auch die Schulden der einzelnen Bürger an den [[δῆμος]] ein, u. pfändete aus, Ar. Nubb. 37. – 2) in Rom, [[Volkstribun]], Plut., z. B. Coriol. 6 u. A.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 08:15, 8 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήμαρχος Medium diacritics: δήμαρχος Low diacritics: δήμαρχος Capitals: ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Transliteration A: dḗmarchos Transliteration B: dēmarchos Transliteration C: dimarchos Beta Code: dh/marxos

English (LSJ)

ὁ, at Athens,
A chief official of a δῆμος, Ar. Nu.37, Lys.Fr.184S., D.50.6, Lexap.eund.43.58, Arist.Ath.21.5; also at Cos, Inscr.Cos 344,al.; at Chios, Schwyzer687C1.
b at Naples, one of the chief magistrates of the city, Str.5.4.7; at Eretria, IG12(9).189.24(iv B. C.).
2 at Rome, = Lat. tribunus plebis, Plb. 6.12.2, D.H.6.89, Plu.Cor.7, etc.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. δάμαρχος TC 13.2 (p.10), 14.16 (p.11) (ambas Cos III a.C.)
1 demarco, jefe de demo o presidente de demo en el Ática, Ar.Nu.37, Fr.500, Pherecr.182, IG 13.258.2 (V a.C.), 78.8, 21 (Eleusis V a.C.), 248.32 (Ramnunte V a.C.), Lys.Fr.148S., Ath.Agora 19.L13.14, IG 22.1183.19 (ambas IV a.C.), SEG 28.103.23 (Eleusis IV a.C.), SEG 34.103.27 (Halas IV a.C.), D.43.58, 44.37, 50.6, Arist.Ath.21.5, 54.8, IG 22.949.6, 31 (Eleusis II a.C.), Harp.
en Tesalia IG 9(2).1111.7, cf. 1112.6 (Magnesia, heleníst.), en Calimna TC ll.cc., en Cos IC 9.9 (imper.), en Eretria IG 12(9).90.2, 189.23, 34 (ambas IV a.C.), en Panamara ὁ ἐνεστὼς δ. IStratonikeia 6.13 (II a.C.), 8.10 (II a.C.?).
2 sent. dud., demarco prob. magistrado principal equiv. al arconte aten. SEG 16.485.12 (Quíos VI a.C.)
demarco, jefe del pueblo principal magistrado municipal en Nápoles, Str.5.4.7, Spart.Hadr.19.1.
3 demarco, jefe de pueblo o aldea en Egipto, equiv. al κωμάρχης en época ptol., Hdt.3.6
tb. en Licia en época imper. τὴν δὲ ἐπιμέλειαν τῶν κωμητικῶν θυσιῶν ποεῖσθαι τοὺς ... δημάρχους SEG 38.1462.80, cf. 82 (Enoanda II d.C.)
gener. jefe del pueblo φαμὲν τὸν Ἰακὼβ πατέρα εἶναι τῶν δώδεκα πατριαρχῶν, κακείνους τῶν δημάρχων Origenes Princ.4.3.7.
4 tribuno de la plebe en Roma Plb.3.87.8, SIG 601.2 (Teos II a.C.), 611.1 (Delfos II a.C.), D.S.12.25, I.AI 19.234, Str.14.6.6, D.H.6.89, Plu.Cor.7, Fab.9, Aem.31, App.Pun.112, SEG 31.1300.10 (Faselis II d.C.), IEphesos 3029.18 (II d.C.), ἡ ἐξουσία τῶν δημάρχων D.H.9.47, D.C.42.20.3, δ. κανδιδᾶτος IGR 3.172 (Ancira, imper.), δήμου Ῥωμαίων δ. IG 5(1).1172 (Gitio II d.C.)
δ. = con potestad tribunicia en una titulatura imperial IG 5(2).303.3 (Mantinea II d.C.).

German (Pape)

[Seite 561] ὁ, Beherrscher eines δῆμος, z. B. in Aegypten, Vorsteher eines Distrikts, Her. 3, 6. Bes. 1) in Athen, der Vorsteher eines δῆμος, nach Klisthenes (vorher ναύκραροι), Dem. 43, 57; über seine Geschäfte vgl. Harpocrat. Er trieb auch die Schulden der einzelnen Bürger an den δῆμος ein, u. pfändete aus, Ar. Nubb. 37. – 2) in Rom, Volkstribun, Plut., z. B. Coriol. 6 u. A.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
propr. chef du peuple :
1 en Égypte chef ou gouverneur d'un district;
2 à Athènes chef ou président d'un dème;
3 à Rome tribun du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δήμαρχος -ου, ὁ [δῆμος, ἄρχω] hoofd van de deme, demarch. in Rome volkstribuun.

Russian (Dvoretsky)

δήμαρχος:
1 (в Аттике), демарх, глава дема, Lys., Arst., Dem.;
2 (в Египте), начальник округа или глава округа Her.;
3 (в Риме), народный трибун (лат. tribunus plebis) Polyb., Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

δήμαρχος: ὁ, ὁ διοικῶν τὸν λαόν, ἑπομένως, 1) ἐν Ἀθήναις, ὁ πρόεδρος ἑνὸς δήμου, ὅστις διηύθυνε τὰς ὑποθέσεις αὐτοῦ, ἐφύλαττε τοὺς καταλόγους ἢ βιβλία καὶ ὑπεχρεοῦτο νὰ ἐκβιάζῃ τὴν εἴσπραξιν φόρων τινῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 37, Λυσίας παρ’ Ἁρπ., Δημ. 1208. 5, Νόμ. αὐτ. 1069· ἐν παλαιοτέροις καιροῖς ὁ ἀντιστοιχῶν πρὸς τὸν ἐν λόγῳ ἄρχοντα ἐκαλεῖτο ναύκραρος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 359, B öckh Ath. Staatsh. 2. 281 κἑξ. 2) ἐν Ρώμῃ, ὁ tribunus plebis, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλούτ. Κορ. 7, κτλ.

Greek Monolingual

ο (AM δήμαρχος)
νεοελλ.
1. ο αιρετός άρχοντας του δήμου
2. φρ. α) «από δήμαρχος κλητήρας» — για όσους ξέπεσαν οικονομικά ή ηθικά ή υποβιβάστηκαν στην ιεραρχία του κλάδου τους
β) «τα παράπονα σου στον δήμαρχο», οι διαμαρτυρίες σου και τα παράπονα δεν με ενδιαφέρουν
μσν.
(Βυζάντιο) ο αρχηγός καθενός από τους δήμους, τών Βενετών και τών Πρασίνων
αρχ.
1. (στην Αθήνα) άρχοντας του δήμου που κληρωνόταν από τη συνέλευση τών δημοτών για ετήσια θητεία (ομοίως σε Χίο, Κω, Ερέτρια)
2. (στη Νεάπολη) ένας από τους άρχοντες της πόλης
3. (στη Ρώμη) δήμαρχοι
οι αρχηγοί τών πληβείων (tribuni plebis), δύο αρχικά, που αυξήθηκαν μετά σε πέντε κι αργότερα σε δέκα
[«πάντες ὑποτάττοντας... τούτοις (τοῖς ὑπάτοις), πλὴν τῶν δημάρχων»].
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -αρχος].

Greek Monotonic

δήμαρχος: ὁ, κυβερνήτης του λαού,
1. στην Αθήνα, δήμαρχος, άρχοντας ενός δήμου, ο οποίος διαχειριζόταν τις υποθέσεις του δήμου, σε Αριστοφ., Δημ.
2. στη Ρώμη, δήμαρχος, δημεγέρτης των πληβείων, σε Πλούτ.

Middle Liddell


1. a governor of the people:
1. at Athens, a demarch, the president of a δῆμος, who managed its affairs, Ar., Dem.
2. at Rome, a tribune of the plebs, Plut.