ἀλαζονικός: Difference between revisions
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
Latest revision as of 11:01, 9 October 2024
English (LSJ)
ἀλαζονική, ἀλαζονικόν, like a braggart, like a boaster, disposed to make false pretensions, boastful, braggart, Hp.Medic. 4, X.Mem.1.2.5, Phld.Rh.2.149 S. (Sup.); ἀλαζονικόν, τό, = boasting Arist.EN1127b29. Adv. ἀλαζονικῶς = vauntingly, boastfully, arrogantly Plu.Mar.9: Comp. ἀλαζονικώτερον Apollon.Cit.3: Sup. ἀλαζονικώτατα Men.Prot.p.118D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 fanfarrón, jactancioso de pers., X.Mem.1.2.5, Plb.27.7.12, Phld.Rh.2.149, Vit.Aesop.G 33
•del hecho de poner vendajes en forma teatral presuntuoso φορτικὸν καὶ ἀλαζονικόν Hp.Medic.4
•de otras cosas τὸ ῥηθέν Isoc.15.75, ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ λίαν ἔλλειψις Arist.EN 1127b29, φιλοτιμία Plu.Lys.6, cf. Chrys.M.55.41
•neutr. compar. y sup. como adv., Apollon.Cit.3.24, Men.Prot.26.1.108.
2 adv. ἀλαζονικῶς = jactanciosamente λέγειν Plu.Mar.9, cf. Clem.Al.Paed.3.6.34, Poll.9.147.
German (Pape)
[Seite 88] prahlend, aufschneidend, Xen. Mem. 1, 2, 5; Arist. Eth. Nic. 4, 7 u. Sp. – Adv., Plut. Mar. 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
vantard.
Étymologie: ἀλαζών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαζονικός -ή -όν ἀλαζών opschepperig, pretentieus, protserig:. ἀ. ἀμπεχόνῃ pronkend met zijn kleding Xen. Mem. 1.2.5.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾱζονικός: хвастливый, кичливый, заносчивый Xen., Arst., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαζονικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ κομπορρημονῇ, ἀλαζών, «φαντασμένος», Ἱππ. 20. 14. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 5. Ἀριστ. - Ἐπίρρ. ἀλαζονικῶς, Πλουτ. Μάρ. 9.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀλαζονικός, -ή, -όν) ἀλαζών
αυτός που ρέπει στην αλαζονεία, φαντασμένος, καυχησιάρης
νεοελλ.
(για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που ταιριάζει σε αλαζόνα, ο υπεροπτικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλαζονικόν
η αλαζονεία.
Greek Monotonic
ἀλαζονικός: -ή, -όν (ἀλαζών), κομπορρήμων, καυχησιάρης, φανφαρόνος, σε Ξεν.· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀλαζών
boastful, braggart, Xen. adv. ἀλαζονικῶς, Plut.
Translations
conceited
Arabic: مَغْرُور; Bengali: আত্মাভিমানী; Bulgarian: суетен, надут; Catalan: presumptuós; Chinese Mandarin: 自大, 狂妄, 囂張, 嚣张; Danish: indbildsk; Dutch: verwaand; Esperanto: vanta; Finnish: turhamainen, itsekäs; French: vain, vaniteux, orgueilleux, suffisant, prétentieux; German: eingebildet, prätentiös, eitel, selbsteingenommen, blasiert; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: αὐτάγητος, γαῦρος, δυσαυχής, ἔνδοξος, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, μεγαλόφρων, οἰηματίας, πέρπερος, ὑπερήφανος, ὑπεροπεύς, ὑπερόπτης, ὑπεροπτικός, ὑπερόπτις, χαῦνος; Hungarian: beképzelt, önhitt, öntelt, önelégült, elbizakodott; Irish: stráiciúil, leitheadach, postúil, mórchúiseach, mustrach, mórálach, anbharúlach, postúil; Latvian: iedomīgs, uzpūtīgs; Maori: whakapehapeha; Norman: ordgilleux; Norwegian Bokmål: innbilsk; Occitan: bufaire, espompit, morrelevat, vanitós, orgulhós; Portuguese: convencido; Romanian: înfumurat; Russian: самодовольный, тщеславный; Scottish Gaelic: mòr às fhèin; Spanish: presuntuoso; Tagalog: alangas; Ukrainian: марнославний