προτρεπτικός: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "( " to "(") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " )" to ")") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] [[aansporend]] (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν [[vochtafdrijvend]] Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός (''[[sc.]]'' λόγος ) [[waarschuwing]], [[aansporing]], [[betoog]]; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie). | |elnltext=προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] [[aansporend]] (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν [[vochtafdrijvend]] Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός (''[[sc.]]'' λόγος) [[waarschuwing]], [[aansporing]], [[betoog]]; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:39, 13 October 2024
English (LSJ)
προτρεπτική, προτρεπτικόν,
A hortatory, λόγοι Isoc.1.3, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ προτρεπτικὴ σοφία = skill in oratory, Pl. Euthd.278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; προτρεπτικός (sc. λόγος), ὁ, title of works by Aristotle, Epicurus, Cleanthes, etc.: Comp., οὐδὲν προτρεπτικώτερον Arr. Epict.3.23.36: Sup., κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154. Adv. προτρεπτικῶς = encouragingly, Luc.Somn.3.
2 generally, exciting, stimulating, ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59; γάλακτος Gp.12.13.2.
German (Pape)
[Seite 793] ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend; λόγος, Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ προτρεπτικῶς κατήρξατό μου, Luc., omn. 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut pousser en avant ou qui peut stimuler, persuasif, avec πρός et l'acc.;
Sp. προτρεπτικώτατος.
Étymologie: προτρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] aansporend (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν vochtafdrijvend Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός (sc. λόγος) waarschuwing, aansporing, betoog; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie).
Russian (Dvoretsky)
προτρεπτικός: увещевательный, убеждающий (λόγοι Isocr., Arst.; σοφία Plat.): π. πρός τι Aeschin. зовущий к чему-л.
Greek (Liddell-Scott)
προτρεπτικός: -ή, -όν, ὁ χάριν προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. σοφία, ἡ ῥητορικὴ τέχνη ἢ δεξιότης, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) καθόλου, ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, διεγερτικός, εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30.
Greek Monolingual
ή, ό / προτρεπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προτρέπω
1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.)
αρχ.
1. ερεθιστικός, διεγερτικός («ἔδεσμα γάλακτος προτρεπτικόν», Γεωπ.)
2. ως κύριο όν. Προτρεπτικός
τίτλος έργου του Αριστοτέλους, του Επικούρου κ.α.
3. φρ. «προτρεπτικὴ σοφία» — η ρητορική τέχνη.
επίρρ...
προτρεπτικώς / προτρεπτικῶς ΝΑ, και προτρεπτικά Ν
1. κατά τρόπο προτρεπτικό, παρορμητικό
2. πειστικά.
Greek Monotonic
προτρεπτικός: -ή, -όν, παραινετικός ἡ προτρεπτικὴ σοφία, ρητορική ικανότητα ή δεξιότητα, σε Πλάτ.· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -κῶς, πειστικά, σε Λουκ.
Middle Liddell
προτρεπτικός, ή, όν
persuasive, ἡ πρ. σοφία skill in oratory, Plat.; κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin. adv. -κῶς, persuasively, Luc. [from προτρέπω
Translations
persuasive
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande