λείχω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> λείξω, <i>ao.</i> ἔλειξα, <i>pf. inus.</i><br />lécher.<br />'''Étymologie:''' R. Λικ, lécher ; cf. <i>lat.</i> lingo.
|btext=<i>f.</i> λείξω, <i>ao.</i> ἔλειξα, <i>pf. inus.</i><br />lécher.<br />'''Étymologie:''' R. Λικ, lécher ; cf. <i>lat.</i> lingo.
}}
{{grml
|mltxt=[[λείχω]] (Α)<br />[[γλείφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[λείχω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>leiĝh</i>- «[[γλείφω]]», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. [[αλλά]] με διαφορετικό σχηματισμό (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lingo</i>, αρχ. ινδ. <i>lihati</i>, αρμεν. <i>lizum</i>, <i>lizem</i>, <i>lizanem</i>, γοτθ. <i>bilaigon</i>, ιρλδ. <i>ligim</i>). Τα παρ. [[λιχανός]], [[λίχνος]], <i>λιχμῶμαι</i>, που εμφανίζουν τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>λιχ</i>-, οδηγούν στην [[υπόθεση]] ότι το ρ. θα σχημάτιζε ρηματικούς τ. από το ίδιο θ. (<i>λιχ</i>-). Από το σύνθ. <i>εκ</i>-[[λείχω]] σχηματίστηκε το [[γλείφω]]. Τα σύνθ., [[τέλος]], του τ. -<i>λοιχός</i> εμφανίζουν την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιματολοιχός]], [[τραπεζολοιχός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λειξούρα]], [[λειχήν]](<i>ας</i>), [[λιχανός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιχάς]], [[λιχμάζω]], [[λιχμαίνω]], [[λιχμάς]], [[λιχμώ]], [[λίχνος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λείξουρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>λείξη</i>, [[λειξιάρης]], [[λειχούδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λειχήνωρ]], [[λειχομύλη]], [[λειχοπίναξ]]. (Β' συνθετικό) [[περιλείχω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναλείχω]], [[απολείχω]], [[διαλείχω]], [[εκλείχω]], <i>ελλείχω</i>, [[επιλείχω]]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λείχω Medium diacritics: λείχω Low diacritics: λείχω Capitals: ΛΕΙΧΩ
Transliteration A: leíchō Transliteration B: leichō Transliteration C: leicho Beta Code: lei/xw

English (LSJ)

fut.

   A λείξω LXX Mi.7.17: aor. ἔλειξα A. (v. infr.), Ar. (v. infr.):—Pass., aor. part. ἐκ-λειχθέν Dsc.3.36:—lick up, Hdt.4.23, A.Eu.106, Ag.828; λ. δημιόπρατα Ar.Eq.103; simply, lick, ἅλα Arist. HA580b31; βοῦς ὁπλὴν λ. Thphr.Sign.15. (Cf. Skt. lih- 'lick', etc.)

German (Pape)

[Seite 27] lecken, auflecken; ἄδην ἔλειξε αἵματος τυραννικοῦ Aesch. Ag. 802; Eum. 106; ἐπίπαστα λείξας δημιόπρατα Ar. Equ. 103; ἅλα Arist. H. A. 6 extr.; Sp.; in obscönem Sinne, Ar. Equ. 1285. S. auch λιχμάω.

Greek (Liddell-Scott)

λείχω: μέλλ. λείξω, Ἑβδ., ἀόρ. ἔλειξα Αἰσχύλ., Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτ. - Παθ., ἀόρ. μετοχ. ἐκλειχθὲν Διοσκ. 3. 44. (Ἐκ τῆς ÖΛΙΧ παράγονται ὡσαύτως αἱ λ. λιχανός, λιχ-μάομαι, λιχμάζω, λίχνος, καὶ ἐκτεταμ. ἐν τῷ λείχω· πρβλ. Σανσκρ. lih ἢ rih· Λατ. ling-o, lig-urio· Γοτθ. bi-laig-ôn (ἐπιλείχειν)· Ἀρχ. Γερμ. lecch-ôn (lecken)· Σλαυ. liz-ati· Λιθ. liz-us (λιχανός).) «γλείφω», «καταγλείφω», Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Εὐμ. 106 (πρβλ. ἅδην)· λ. τὰ δημιόπρατα Ἀριστοφ. Ἱππ. 103· ἁπλῶς «γλείφω», ἅλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 5, Θεοφρ. Σημ. 1. 15. 2) ἡ ἀνώμαλ. μετοχ. πρκμ. παρ’ Ἡσυχ. Θ. 826 κεῖται ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ λιχμάω (ὃ ἴδε), γλώσσῃσι λελειχμότες, παίζοντες μὲ τὰς γλώσσας των.

French (Bailly abrégé)

f. λείξω, ao. ἔλειξα, pf. inus.
lécher.
Étymologie: R. Λικ, lécher ; cf. lat. lingo.

Greek Monolingual

λείχω (Α)
γλείφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα leiĝh- «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ. ligim). Τα παρ. λιχανός, λίχνος, λιχμῶμαι, που εμφανίζουν τη μηδενισμένη βαθμίδα λιχ-, οδηγούν στην υπόθεση ότι το ρ. θα σχημάτιζε ρηματικούς τ. από το ίδιο θ. (λιχ-). Από το σύνθ. εκ-λείχω σχηματίστηκε το γλείφω. Τα σύνθ., τέλος, του τ. -λοιχός εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. (πρβλ. αιματολοιχός, τραπεζολοιχός).
ΠΑΡ. λειξούρα, λειχήν(ας), λιχανός
αρχ.
λιχάς, λιχμάζω, λιχμαίνω, λιχμάς, λιχμώ, λίχνος
μσν.
λείξουρος
νεοελλ.
λείξη, λειξιάρης, λειχούδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λειχήνωρ, λειχομύλη, λειχοπίναξ. (Β' συνθετικό) περιλείχω
αρχ.
αναλείχω, απολείχω, διαλείχω, εκλείχω, ελλείχω, επιλείχω].