ἀλεγεινός: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />douloureux, pénible.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀλγεινός]].
|btext=ή, όν :<br />douloureux, pénible.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀλγεινός]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ἄλγος]]), comp. neut. [[ἄλγιον]], [[sup]]. [[ἄλγιστος]]: [[painful]], [[hard]], [[toilsome]]; [[πυγμαχίη]], κύματα, μαχλο- σύνη, ‘fraught [[with]] [[trouble]],’ Il. 24.30; freq. w. inf., [[ἡμίονος]] [[ἀλγίστη]] δαμάσασθαι, Il. 23.655.—Adv. [[ἄλγιον]], used in exclamations, τῷ δ' [[ἄλγιον]], ‘so [[much]] the [[worse]]’ [[for]] him!
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεγεινός Medium diacritics: ἀλεγεινός Low diacritics: αλεγεινός Capitals: ΑΛΕΓΕΙΝΟΣ
Transliteration A: alegeinós Transliteration B: alegeinos Transliteration C: alegeinos Beta Code: a)legeino/s

English (LSJ)

ή, όν, Ep. for ἀλγεινός,

   A causing pain, grievous, αἰχμή, μάχη, Il.5.658, 18.248; εἰρεσίη Od.10.78; μεριμνάματα Pi.Fr.277 : c. inf., troublesome, ἵπποι ἀλεγεινοὶ δαμήμεναι Il.10.402 : neut. as Adv. -εινὸν ἀλαστήσασα Call.Del.239. Regul. Adv. -νῶς Q.S.3.557.

German (Pape)

[Seite 91] ή, όν, = ἀλγεινός (ἀλέγω), schmerzhaft, Schmerz bereitend, Hom. ose, ἀγγελίῃ Iliad. 2, 787, πυρῆς 4, 99, αἰχμή 5, 658, νηπιέῃ 9, 491, ὀδύνη 11, 398, πνοιῇ Βορέω 14, 395, κακορραφίης 15, 16, ρέεθρα 17, 749, μάχης 18, 248, ἀγηνορίης 22, 457, πυγμαχίης 23, 653, παλαισμοσύνης 28, 701, κύματα 24, 8, μαχλοσύνην 24, 30, ὑπερβασίης Od. 3, 906, εὶρεσίης 10, 78, ἐφημοσύνης 12, 226, ρυστακτύος 18, 224; ἔνθα μάλιστα γίγνετ' Ἄρης ἀλεγεινὸς βροτοῖσιν Iliad. lg, 569; (ἵπποι) οἱ δ' ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσθαι, ἄλλῳ γ' ἤ Ἀχιλῆι Iliad. 10, 402; – μεριμνήματα Pind. frg. 245; κῆδος Ap. Rh. 3, 692; Agath. 1 (X, 68) ἄνδρες. – Adv. ἀχνύμενος ἀλεγεινῶς Qu. Sm. 3, 557.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεγεινός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ ἀλγεινός, ὀδυνηρός, θλιβερός, αἰχμή, μάχη, Ἰλ. Ε. 658., Σ. 248· εἰρεσίη, Ὀδ. Κ. 78· μεριμνάματα, Πινδ. Ἀποσπ. 245· μετ’ ἀπαρ., ὀχληρός, δύσκολος, ἵπποι ἀλεγεινοὶ ... δαμήμεναι, Ἰλ. Κ. 402. -Ἐπίρρ. -νῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 557.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
douloureux, pénible.
Étymologie: cf. ἀλγεινός.

English (Autenrieth)

(ἄλγος), comp. neut. ἄλγιον, sup. ἄλγιστος: painful, hard, toilsome; πυγμαχίη, κύματα, μαχλο- σύνη, ‘fraught with trouble,’ Il. 24.30; freq. w. inf., ἡμίονος ἀλγίστη δαμάσασθαι, Il. 23.655.—Adv. ἄλγιον, used in exclamations, τῷ δ' ἄλγιον, ‘so much the worsefor him!