ἄλοχος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> épouse;<br /><b>2</b> concubine.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[λέχος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμετή]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> épouse;<br /><b>2</b> concubine.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[λέχος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[γαμετή]], [[δάμαρ]], [[εὐνήτρια]], [[παράκοιτις]], [[πάρευνος]], [[ξυνάορος]], [[σύγκοιτος]], [[σύζυγος]], [[ἄκοιτις]], [[εὖνις]]², [[εὐνήτειρα]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[λέχος]]): [[wife]]; epithets, [[μνηστή]], αἰδοιη, κυδρή, κεδνή, [[πολύδωρος]].
}}
}}

Revision as of 15:22, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλοχος Medium diacritics: ἄλοχος Low diacritics: άλοχος Capitals: ΑΛΟΧΟΣ
Transliteration A: álochos Transliteration B: alochos Transliteration C: alochos Beta Code: a)/loxos

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ἡ, (-copul., λέχος) poet.,

   A partner of one's bed, wife, Il.1.114, Od.3.403, al., A.Pers.63, S.OT181, E.Fr.543, etc., cf. Arist.Pol.1253b7; ἄλοχον εἰς δόμους ἄγειν Theodect.13.    2 leman, concubine, Il.9.336, Od.4.623.    II (- priv.) unwedded, ἄ. οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε, of Artemis, Pl.Tht.149b, cf. Porph.ad Il.11.155.

German (Pape)

[Seite 109] ἡ, 1) (ἀ copulat. u. λέχος), Bett-, Ehegenossin, Gattin, bei Dichtern; auch Kebsweib, Il. 9, 336, vgl. Od. 4, 623. 9, 115 Iliad. 21, 499; Gegensatz δούλη Iliad. 3, 409; Od. 14, 202 ἄλλοι υἱέες γνήσιοι ἐξ ἀλόχου (Scholl. v. l. ἀλόχων)· ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, Iliad. 1, 114 κουριδίη ἀ., μνηστή 9, 556, μνηστὴ κουριδίη 11, 242, πολύδωρος 6, 394. ἄλοχος δέσποινα Od. 3, 403, ἀ. θυμαρέα Iliad. 9, 336, κεδνὰ ἰδυῖα Od. 20, 57, θυμαρέα κεδνὰ ἰδυῖαν Od. 23, 232, φίλη Iliad. 6, 482, αἰδοίῃς Iliad. 6, 250. 21, 460 Od. 10, 11, ἰφθίμη Od. 12, 452, ἀντιθέη 11, 117, κεδνή 1, 432, ἀμφιδρυφής Iliad. 2, 700, οὐλομένη Od. 4, 92; ἄξομαι ἀμφοτέροις ἀλόχους Od. 21, 214; γήμαντι μνηστὴν ἄλοχον, εἰκυῖαν ἄκοιτιν Iliad. 9, 399; neben Ἕκτορος ἄλοχος, Τρώων ἄλοχοι Iliad. 6, 238, ἀριστήων Od. 11, 227, κουριδίη Μενελάου Il. 7, 392 u. s. w. Iliad. 14, 317 Ἰξιονίης ἀλόχοιο, Od. 3, 264 Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον, wie z. B. σὴ ἄλοχος Iliad. 21, 512, ἡμέτεραι ἄλοχοι 2, 136; πρίν τινα πὰρ Τρ ώων ἀλόχῳ κατακοιμηθῆναι 2, 355. – 2) (ἀ privat. -λόχος) bei Plat. Theaet. 149 b die noch nicht geboren hat, Jungfrau, Artemis.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλοχος: [ᾰ], -ου, ἡ, (α ἀθροιστ., λέχος, πρβλ. ἀκοίτης): ποιητ. λέξ., ἡ συμμετέχουσα τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, ἡ σύζυγος, ἡ γυνή, Ἰλ. Α. 114, Ὀδ. Γ. 403, καὶ ἀλλ. (πρβλ. κουρίδιος)· ἀκολούθως ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 63, Σοφ. Ο. Τ. 183, Εὐρ., ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 1· ἄλοχον εἰς δόμους ἄγειν, Κωμ. Ἀνών. 349. 2) ὡσαύτως = παλλακή, Ἰλ. Ι. 336, Ὀδ. Δ. 623. ΙΙ. (α στερητ.) ἡ μὴ ὕπανδρος, ἄγαμος, ἄλοχος οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε, περὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 épouse;
2 concubine.
Étymologie: ἀ- cop., λέχος.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, εὖνις², εὐνήτειρα.

English (Autenrieth)

(λέχος): wife; epithets, μνηστή, αἰδοιη, κυδρή, κεδνή, πολύδωρος.