εὔαρχος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui commence bien, qui débute bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui commence bien, qui débute bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔαρχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά καλά<br /><b>2.</b> αυτός που κυβερνάται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που αρχίζει καλά («[[εὔαρχος]] [[λόγος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (για τον πρώτο αγοραστή στην [[αγορά]]) αυτός που κάνει καλή [[αρχή]], καλό «σεφτέ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> «[[καλώς]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φύλ</i>-<i>αρχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A governing well, Lvc.233. 2 easily governed, Arist.Oec.1344b14. II beginning well, λόγος Luc.Lex.1; making a good beginning, of one's first customer in the market, AP6.304 (Phan., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1057] gut anfangend, λόγος, Luc. Lexiph. 1; wohl regierend, Lycophr. 233; ἐμπολεύς, der erste Käufer, der das Handgeld giebt, Phani. 7 (VI, 304), nach E. M. so genannt, um eine gute Vorbedeutung zu haben, vgl. Arist. elench. 33.
Greek (Liddell-Scott)
εὔαρχος: -ον, ὁ καλῶς ἄρχων, ὁ καλῶς κυβερνῶν, Λυκόφρ. 233. 2) εὐκόλως κυβερνώμενος, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, 5. ΙΙ. ὁ καλῶς ἀρχόμενος ἢ ἀρχίζων, λόγος Λουκιαν. Λεξιφ. 1: - κάμνων καλὴν ἀρχήν, Τουρκ. «σεφτέ», ἐπὶ τοῦ πρώτου ἀγοραστοῦ ἐν τῇ ἀγορᾷ, Ἀνθ. Π. 6. 304.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui commence bien, qui débute bien.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.
Greek Monolingual
εὔαρχος, -ον (Α)
1. αυτός που κυβερνά καλά
2. αυτός που κυβερνάται εύκολα
3. αυτός που αρχίζει καλά («εὔαρχος λόγος», Λουκιαν.)
4. (για τον πρώτο αγοραστή στην αγορά) αυτός που κάνει καλή αρχή, καλό «σεφτέ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + -αρχος (< άρχω), πρβλ. φύλ-αρχος].