ἐριθεύομαι: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=briguer, intriguer.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]]. | |btext=briguer, intriguer.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐριθεύομαι]] (Α) [[έριθος]]<br />(αποθ. [[κυρίως]]<br />το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο)<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[υπηρετώ]] κάποιον με [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> με δόλια [[μέσα]] [[επιδιώκω]] [[δημόσια]] [[θέση]], επιζητώντας την [[επιδοκιμασία]] του όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μτγν. ενεργ.) <i>ἐριθεύω</i><br />α) (γενικά) [[εργάζομαι]]<br />β) [[αμιλλώμαι]], [[συναγωνίζομαι]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>(σύνθ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους» — το να δελεάζει, να πλανά και να ελκύει [[κάποιος]] τους νέους σε φατριαστικά [[μέτρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
Dep., (ἔριθος)
A serve, work for hire, LXX To.2.11:—so in Act., Hld.1.5. II of public officers or characters, canvass, intrigue for office, οἱ ἐριθευόμενοι Arist.Pol.1303a16 ; cf. ἐξεριθεύομαι. 2 later Act., generally, compete with, τινι Sch.S.Aj.833 : abs., indulge in petty intrigue, Eust.1162.23.
German (Pape)
[Seite 1029] dep. med. (das act. bei Hel. 1, 5 Schol. Soph. Ai. 832 Hes.), für Lohn arbeiten, tagelöhnern, LXX.; übh. arbeiten, im act., Hel. 1, 5. Von Obrigkeiten, Richtern u. dgl., Etwas um eines Gewinnes willen thun, sich bestechen lassen, = δεκάζεσθαι, Suid. – Um Gunst buhlen, Ehrenstellen erschleichen, Arist. Pol. 5, 3. Die VLL. führen es auch für streiten an. S. ἐριθεία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῑθεύομαι: Ἀποθ. (ἔριθος): - ὑπηρετῶ, ἐργάζομαι ἐπὶ μισθῷ, Ἑβδ. (Τωβ. Β΄, 11)· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἠλιόδ. 1. 5, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 833, Εὐστ. 1162. 23. ΙΙ. ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ἐπὶ προσώπων, ἐπιδιώκω θέσιν δημοσίαν, ἐπὶ τὴν ἀρχὴν σπουδάζω, σπουδαρχέω, ἐπιζητῶ τὴν ἐπιδοκιμασίαν τοῦ ὄχλου, οἱ ἐριθευόμενοι, Λατ. ambitum exercentes, Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 9· ἀλλὰ μεταβ. ἐν τῷ συνθέτῳ ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους, δελεάζειν, πλανᾶν καὶ ἑλκύειν αὐτοὺς εἰς φατριαστικὰ μέτρα, Πολύβ. 10. 22, 9. Πρβλ. ἐριθεία, ἀνερίθευτος.
French (Bailly abrégé)
briguer, intriguer.
Étymologie: ἔρις.
Greek Monolingual
ἐριθεύομαι (Α) έριθος
(αποθ. κυρίως
το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο)
1. εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ κάποιον με αμοιβή
2. με δόλια μέσα επιδιώκω δημόσια θέση, επιζητώντας την επιδοκιμασία του όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», Αριστοτ.)
3. (το μτγν. ενεργ.) ἐριθεύω
α) (γενικά) εργάζομαι
β) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι με κάποιον
4. (σύνθ.) φρ. «ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους» — το να δελεάζει, να πλανά και να ελκύει κάποιος τους νέους σε φατριαστικά μέτρα.