θοάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>seul. prés. et impf.</i><br />mouvoir avec rapidité <i>ou</i> impétuosité : πτέρυγας EUR ses ailes.<br />'''Étymologie:''' [[θοός]].<br /><span class="bld">2</span><i>c.</i> [[θαάσσω]], s’asseoir, être assis.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[θᾶκος]].
|btext=<span class="bld">1</span><i>seul. prés. et impf.</i><br />mouvoir avec rapidité <i>ou</i> impétuosité : πτέρυγας EUR ses ailes.<br />'''Étymologie:''' [[θοός]].<br /><span class="bld">2</span><i>c.</i> [[θαάσσω]], s’asseoir, être assis.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[θᾶκος]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θοάζω]] (Α) [[θοός]]<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κινώ]] βίαια, σφοδρά, [[γρήγορα]] («θοάζειν πτέρυγας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βιάζω]] («τὶς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;» — τί [[έργο]] σε βιάζει τόσο; <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επισπεύδω]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[καταβροχθίζω]] με [[λαιμαργία]] («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» — καταβρόχθιζαν [[λαίμαργα]] την [[τροφή]] με τα σαγόνια, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ορμώ]], [[σπεύδω]], κινούμαι [[γρήγορα]] («θοάζων αἰθέρος ἄνω [[καπνός]]», <b>Ευρ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />[[θοάζω]] (Α)<br />[[κάθομαι]] («τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε;» — [[γιατί]] κάθεστε σ' αυτή την ικετευτική [[στάση]]; <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θοάσσω</i>, [[παράλληλος]] τ. του [[θαάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θaFau</i>-<i>yω</i>), [[θάσσω]], με [[μεταβολή]] επιθήματος].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θοάζω Medium diacritics: θοάζω Low diacritics: θοάζω Capitals: ΘΟΑΖΩ
Transliteration A: thoázō Transliteration B: thoazō Transliteration C: thoazo Beta Code: qoa/zw

English (LSJ)

(A), (θοός (A)) trans.,

   A move quickly, ply rapidly, πτέρυγας E. IT1142 (lyr.); τίς ὅδ' ἀγών . . θοάζων σε; what task is thus hurrying thee on? Id.Or.335; θοάζω Βρομίῳ πόνον ἡδύν urge it on, Id.Ba.65; θ. σῖτα γένυσι dispatch it quickly, Id.HF382 (lyr.).    2 intr., move quickly, rush, dart, θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός Id.Or.1542; ἐν δὲ δασκίοις ὄρεσι θ. Id.Ba.219; θ. δρόμῳ Id.Tr.307; κῆτος θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλός Id.Fr.145. (Cf. θέω, θοός (A).)
θοάζω (B),

   A = θάασσω, sit, σοφίης ἐπ' ἄκροισι Emp.4.8; ὑπ' ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων [Ζεὺς] κρατύνει A.Supp.595; τίνας ποθ' ἕδρας τάσδε μοι θοάζετε; why are ye in this suppliant posture? S.OT2, cf. Plu.2.22e. (Cf. ἐπιθοάζω, θόωκος, θῶκος; v. θάσσω.)
θοάζω (C),

   A v. θῳάζω.

German (Pape)

[Seite 1213] (von θοός), 1) in schnelle, heftige Bewegung versetzen, schnell bewegen, π τέρυγας Eur. I. T 1142, ἀγὼν φόνιος θοάζων σὲ τὸν μέλεον Or. 335; Bacch. 65; ἀχάλιν' ἐθόαζον κάθαιμα σῖτα γένυσι, sie fraßen schnell, Herc. Für. 383. Auch intrans., sich schnell bewegen, eilen, laufen, θοάζει δεῦρο Κασάνδρα δρόμῳ Eur. Trοad. 307, θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός Or. 1542. – 21 = θαάσσω, sitzen; Aesch. Suppl. 590, l. d.; τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε Soph. O. R. 2 erkl. Plut. de aud. poet. 5 durch καθέζεσθαι u. θαάσσω; vgl. Butim. Lexil. II p. 205; Suid. θοῶς προσκάθησθε, Herm. in der ersten Bdtg, quam mihi sessionem festinatis, was den Vorzug zu verdienen scheint.

Greek (Liddell-Scott)

θοάζω: (θοὸς) μεταβ., κινῶ ταχέως, βιαίως, σφοδρῶς, πτέρυγας Εὐρ. Ι. Τ. 1141· τὶς ὅδ’ ἀγών… θοάζων σε; τὶ ἔργον σὲ βιάζει τόσον; ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 335· θοάζω Βρομίῳ πόνον ἡδύν, ἐπισπεύδω, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 65· ἐθόαζον… σῖτα γένυσιν, κατεβίβρωσκον λαιμάργως διὰ τῶν σιαγόνων τὴν τροφήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 382. 2) ἀμετάβ., κινοῦμαι ταχέως, σπεύδω, ὁρμῶ, ὡς τὸ θύω, θοάζω αἰθέρος ἄνω καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὁρ. 1542· ἔν τε δασκίοις ὄρεσι θοάζων ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 219· θοάζων δρόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 307· κῆτος θοάζον ἐξ Ἀτλαντικῆς ἁλὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 949. ΙΙ. = θαάσσω, θάσσω, θακέω, θωκέω, κάθημαι, ὑπ’ ἀρχᾶς οὔτινος θοάζων Ζεὺς κρατύνει Αἰσχύλ. Ἱκ. 595· τίνας ποθ’ ἕδρας θοάζετε; διὰ τὶ εἶσθε ἐν τοιαύτῃ ἱκευτευτικῇ στάσει; Σοφ. Ο. Τ. 2 (ὡς τὸ ἕδρας θάσσειν, θακεῖν, προσθακεῖν, ἴδε τὰς λέξ.), ἔνθα ἴδε Δινδ., πρβλ. Πλούτ. 2. 22Ε. - Ὁ Ἕρμανν. ὅμως ἀναφέρει καὶ ταῦτα τὰ χωρία εἰς τὴν σημασ. Ι· ὥστε τὸ ἕδρας θ. θὰ σημαίνῃ ἔρχομαι ἐν σπουδῇ εἰς τὴν ἱκετευτικὴν ταύτην στάσιν, ἢ κάθημαι ἐν θερμῇ ἱκεσίᾳ· ἐνῷ αἱ λέξεις τοῦ Αἰσχύλ. σημαίνουσιν, ὁ Ζεύς, εἰς οὐδένα ὑποκείμενος, ἄρχει ἀπολύτως. (Ὁ Bultm., Λεξιλ. ἐν λέξ. θαάσσω, ὑποθέτει διπλῆν ῥίζαν τοῦ θοάζω, δήλ. ΘΕF, θοὸς διὰ τὴν σημασ. Ι, καὶ ΘΕ, τίθημι, διὰ τὴν σημασ. ΙΙ). - Πρβλ. ἐπιθοάζειν.

French (Bailly abrégé)

1seul. prés. et impf.
mouvoir avec rapidité ou impétuosité : πτέρυγας EUR ses ailes.
Étymologie: θοός.
2c. θαάσσω, s’asseoir, être assis.
Étymologie: DELG v. θᾶκος.

Greek Monolingual

(I)
θοάζω (Α) θοός
1. (μτβ.) κινώ βίαια, σφοδρά, γρήγορα («θοάζειν πτέρυγας», Ευρ.)
2. βιάζω («τὶς ὅδ' ἀγὼν θοάζων σε;» — τί έργο σε βιάζει τόσο; Ευρ.)
3. επισπεύδω
4. μτφ. καταβροχθίζω με λαιμαργία («ἐθόαζον σῑτα γένυσιν» — καταβρόχθιζαν λαίμαργα την τροφή με τα σαγόνια, Ευρ.)
5. (αμτβ.) ορμώ, σπεύδω, κινούμαι γρήγορα («θοάζων αἰθέρος ἄνω καπνός», Ευρ.).———————— (II)
θοάζω (Α)
κάθομαι («τίνας ποθ' ἔδρας τάσδε μοι θοάζετε;» — γιατί κάθεστε σ' αυτή την ικετευτική στάση; Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θοάσσω, παράλληλος τ. του θαάσσω (< θaFau-), θάσσω, με μεταβολή επιθήματος].