ὁμίλημα: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> sujet d’entretien, de conversation;<br /><b>2</b> société, compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> sujet d’entretien, de conversation;<br /><b>2</b> société, compagnie.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμιλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ὁμίλημα]]) [[ομιλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομιλία]], [[συνδιάλεξη]], [[μίλημα]], [[κουβέντα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συναναστροφή]], [[σχέση]] («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συντροφιά]] («γυνὴ ἀπὸ παρθένου [[μέχρι]] ἡλικίας [[μέσης]]... εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμῑλημα Medium diacritics: ὁμίλημα Low diacritics: ομίλημα Capitals: ΟΜΙΛΗΜΑ
Transliteration A: homílēma Transliteration B: homilēma Transliteration C: omilima Beta Code: o(mi/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A intercourse, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁ. Pl.Lg.730b.    II of a person, κακὸν ὁ. bad company, E.Fr.219, cf. Luc.Am.25.

German (Pape)

[Seite 331] τό, Gegenstand der Unterhaltung, Verkehr; ξενικὰ καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα, Plat. Legg. V, 730 b; auch εὐάγκαλον, Luc. Amor. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμίλημα: [ῑ], τό, συναναστροφή, σχέσις, ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμ. Πλάτ. Νόμ. 730Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κακὸν ὁμ., κακὴ συντροφία, Εὐρ. Ἀποσπ. 218.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 sujet d’entretien, de conversation;
2 société, compagnie.
Étymologie: ὁμιλέω.

Greek Monolingual

το (Α ὁμίλημα) ομιλώ
νεοελλ.
ομιλία, συνδιάλεξη, μίλημα, κουβέντα
αρχ.
1. συναναστροφή, σχέση («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», Πλάτ.)
2. συντροφιά («γυνὴ ἀπὸ παρθένου μέχρι ἡλικίας μέσης... εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.).