οἴαξ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οἴακος (ὁ) :<br /><b>1</b> barre <i>ou</i> timon de gouvernail, <i>p. ext.</i> gouvernail;<br /><b>2</b> [[οἱ]] οἴακες anneaux du joug où passent les rênes.<br />'''Étymologie:''' *[[οἴω]] ; cf. [[οἴσω]].
|btext=οἴακος (ὁ) :<br /><b>1</b> barre <i>ou</i> timon de gouvernail, <i>p. ext.</i> gouvernail;<br /><b>2</b> [[οἱ]] οἴακες anneaux du joug où passent les rênes.<br />'''Étymologie:''' *[[οἴω]] ; cf. [[οἴσω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[οίακας]], ο (Α [[οἴαξ]], ιων. τ. [[οἴηξ]])<br /><b>1.</b> η [[λαβή]] του πηδαλίου, [[μοχλός]] που χρησιμεύει στη [[μετακίνηση]] του πηδαλίου, το [[δοιάκι]] («[[οἷον]] πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το [[πηδάλιο]], το [[τιμόνι]] («οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου [[νεώς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[διακυβέρνηση]], [[διοίκηση]], [[διεύθυνση]] («ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[εμβρυϊκός]] [[σχηματισμός]] που κατευθύνει τον όρχη [[κατά]] την κάθοδο του στο όσχεο και που [[κατά]] την μετεμβρυϊκή ζωή διατηρείται με τη [[μορφή]] του οσχεϊκού συνδέσμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οἴηκες</i><br /><b>μτφ.</b> κρίκοι [[πάνω]] στον [[ζυγό]] της άμαξας, [[μέσα]] από τους οποίους περνούν τα [[ηνία]] που κατευθύνουν τα υποζύγια, όπως ο [[οίακας]] κατευθύνει το [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οἴαξ]] [[είναι]] παράγωγο σε -<i>αξ</i> (<span style="color: red;"><</span> IE -<i>ā</i><i>k</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>πόρπᾱξ</i>, [[τρόπηξ]], ενός θέματος σε -<i>ο</i>- η σε -<i>ᾱ</i>- που μαρτυρείται στο φινοουγγρ. [[δάνειο]] από τη Βαλτική <i>aisa</i> «[[υποστήριγμα]] φορείου» (ΙΕ <i>ois</i><i>ā</i>-, <i>oiso</i>-). Στο ίδιο [[θέμα]] ανάγονται πιθ. και τα σλοβεν. <i>oje</i>, <i>ojesa</i> «[[τιμόνι]]», αρχ. ινδ. <i>ī</i><i>sa</i> «[[τιμόνι]]», αβεστ. <i>a</i><i>ē</i><i>sa</i> «[[αλέτρι]]» και χετιττ. <i>hišša</i>, «[[τιμόνι]]». Στην Ελληνική η λ. [[οἴαξ]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αποκλειστικά το [[τιμόνι]] του πλοίου (<b>πρβλ.</b> και λ. [[ιστός]]). Από το υποκορ. [[οιάκιον]] του [[οἴαξ]] σχηματίστηκε με παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[διοικώ]] και ο τ. [[δοιάκι]]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴαξ Medium diacritics: οἴαξ Low diacritics: οίαξ Capitals: ΟΙΑΞ
Transliteration A: oíax Transliteration B: oiax Transliteration C: oiaks Beta Code: oi)/ac

English (LSJ)

ᾱκος, Ion. οἴηξ, ηκος, ὁ, prop.

   A handle of rudder, tiller (Poll.1.89), πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος (cf. πηδάλιον) Pl.Plt.272e : generally, helm, οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου νεώς A.Supp.717 ; στρέφειν οἴακα E. Hel.1591 : pl., οἰάκων φύλαξ ib.1578 ; οἴακες εὐπρύμνου νεώς Id.IT1357 ; τὸν οἴακα εἴσω ἄγειν ἢ ἔξω Pl.Alc.1.117c.    2 metaph., helm of government, ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴ. νωμῶν A.Th.3 ; πραπίδων οἴ. νέμων Id.Ag.802 (anap.) ; χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ' ἅμα S.Fr.869, cf. E.Or. 795 ; τὸν οἴ. στρέφει δαίμων ἑκάστῳ Anaxandr.4 ; τύχης οἴ. IG7.3226.5 (Orchom. Boeot.) ; = ὡροσκόπος, Paul.Al.L.2.    II in Il.24.269, οἴηκες are prob. rings of the yoke, through which pass the reins for guiding the mules, cf. ἕστωρ.

Greek (Liddell-Scott)

οἴαξ: -ακος, Ἰων. οἴηξ, ηκος, ὁ, κυρίως, ἡ λαβὴ τοῦ πηδαλίου, τὸ «δοιάκι» (Πολυδ. Α΄, 89), οἷον πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος (πρβλ. πηδάλιον) Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· καθόλου, τὸ πηδάλιον, οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 717· στρέφειν οἴακα Εὐρ. Ἑλ. 1591· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., οἰάκων φύλαξ αὐτόθι 1578· οἴακες εὐπρύμνου νεὼς Ι. Τ. 1357· τὸν οἴακα εἴσω ἄγειν ἢ ἔξω Πλάτ. Ἀλκ. 1. 117C. 2) μεταφ. τὸ πηδάλιον τῆς κυβερνήσεως ἢ διοικήσεως, ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νομῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 3· πραπίδα οἴακα νέμων Ἀγ. 802· χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ’ ἅμα Σοφ. Ἀποσπ. 712, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 795· τὸν οἴακα στρέφει δαίμων ἑκάστῳ Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀγχίσῃ» 1· τύχης οἴακι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 491. 5. ΙΙ. ἐν Ἰλ, Ω. 269, οἴηκες, εἶναι πιθανῶς κρίκοι τινὲς ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ ἁμάξης δι’ ὧν ἐνειρόμεναι αἱ ἡνίαι διευθύνουσιν ὡς δι’ οἴακος τοὺς ἵππους ἢ τὰς ἡμιόνους, πρβλ. ἕστωρ.

French (Bailly abrégé)

οἴακος (ὁ) :
1 barre ou timon de gouvernail, p. ext. gouvernail;
2 οἱ οἴακες anneaux du joug où passent les rênes.
Étymologie: *οἴω ; cf. οἴσω.

Greek Monolingual

και οίακας, ο (Α οἴαξ, ιων. τ. οἴηξ)
1. η λαβή του πηδαλίου, μοχλός που χρησιμεύει στη μετακίνηση του πηδαλίου, το δοιάκιοἷον πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος», Πλάτ.)
2. (κατ' επέκτ.) το πηδάλιο, το τιμόνι («οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου νεώς», Αισχύλ.)
3. μτφ. διακυβέρνηση, διοίκηση, διεύθυνση («ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
ανατ. εμβρυϊκός σχηματισμός που κατευθύνει τον όρχη κατά την κάθοδο του στο όσχεο και που κατά την μετεμβρυϊκή ζωή διατηρείται με τη μορφή του οσχεϊκού συνδέσμου
αρχ.
στον πληθ. οἱ οἴηκες
μτφ. κρίκοι πάνω στον ζυγό της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα ηνία που κατευθύνουν τα υποζύγια, όπως ο οίακας κατευθύνει το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἴαξ είναι παράγωγο σε -αξ (< IE -āk-), πρβλ. πόρπᾱξ, τρόπηξ, ενός θέματος σε -ο- η σε -- που μαρτυρείται στο φινοουγγρ. δάνειο από τη Βαλτική aisa «υποστήριγμα φορείου» (ΙΕ oisā-, oiso-). Στο ίδιο θέμα ανάγονται πιθ. και τα σλοβεν. oje, ojesa «τιμόνι», αρχ. ινδ. īsa «τιμόνι», αβεστ. aēsa «αλέτρι» και χετιττ. hišša, «τιμόνι». Στην Ελληνική η λ. οἴαξ χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αποκλειστικά το τιμόνι του πλοίου (πρβλ. και λ. ιστός). Από το υποκορ. οιάκιον του οἴαξ σχηματίστηκε με παρετυμολογική επίδραση του διοικώ και ο τ. δοιάκι].