φημίζω: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φημίσω, <i>ao.</i> ἐφήμισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> φημισθήσομαι, <i>ao.</i> ἐφημίσθην, <i>pf.</i> πεφήμισμαι;<br /><b>1</b> prophétiser, annoncer;<br /><b>2</b> répandre un bruit, divulguer;<br /><b>3</b> promettre : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> φημίζομαι exprimer par la parole ce qu’on pense <i>ou</i> ce qu’on sent.<br />'''Étymologie:''' [[φήμη]].
|btext=<i>f.</i> φημίσω, <i>ao.</i> ἐφήμισα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> φημισθήσομαι, <i>ao.</i> ἐφημίσθην, <i>pf.</i> πεφήμισμαι;<br /><b>1</b> prophétiser, annoncer;<br /><b>2</b> répandre un bruit, divulguer;<br /><b>3</b> promettre : [[τί]] τινι qch à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> φημίζομαι exprimer par la parole ce qu’on pense <i>ou</i> ce qu’on sent.<br />'''Étymologie:''' [[φήμη]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φουμίζω]] και [[φουμάω]] Ν [[φῆμις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασπείρω]] τη [[φήμη]] προσώπου ή πράγματος σε όλους, το [[κάνω]] γνωστό, το [[διαφημίζω]] («ποιο [[πρέπει]] να παινέσουσι, ποιο [[πρέπει]] να φημίσου», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>φημίζομαι</i> [[είμαι]] [[περιώνυμος]], [[ξακουστός]] («φημίζεται για τη [[μεγαλοψυχία]] του»)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[ποιος]] φουμίζει τον γαμπρό; η καλή του η [[πεθερά]]» — λέγεται για εκείνους που επαινούν [[πάντοτε]] ό,τι [[είναι]] δικό τους<br /><b>μσν.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) [[κάνω]] [[επίδειξη]] της δύναμης, της ομορφιάς ή τών ικανοτήτων μου, επιδεικνύομαι («κι ἄρξετο νὰ φημίζεται ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Φράγκους», Χρον. Μορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκπέμπω]] [[φωνή]] και, [[κυρίως]], [[προφητεύω]] («ᾗ καὶ [[Λοξίας]] ἐφήμισε», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαδίδω]] [[λόγια]], [[διασπείρω]] φήμες («[[φήμη]] δ' οὔ τις [[πάμπαν]] ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλώ]], [[ονομάζω]]<br /><b>4.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> εκφράζομαι με [[λόγια]], [[εκθέτω]] («μακρὸν δὲ [[πῆμα]] [[συντόμως]] ἐφημίσω», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παθ.</b> δυσφημούμαι.
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φημίζω Medium diacritics: φημίζω Low diacritics: φημίζω Capitals: ΦΗΜΙΖΩ
Transliteration A: phēmízō Transliteration B: phēmizō Transliteration C: fimizo Beta Code: fhmi/zw

English (LSJ)

aor.

   A ἐφήμισα A. (v. infr.), E. (v. infr.), Ep. subj. -ίξω Hes. Op.764, Dor. ἐφάμιξα (κατ-) Pi.O.6.56:—Med., aor. ἐφημισάμην A. (v. infr.), Ep. -ιξάμην D.P.90, Nonn.D.3.276:—Pass., fut. φημισθήσομαι Lyc.1082: aor. ἐφημίσθην Plu.2.264d, etc.: pf. πεφήμισμαι Str.1.2.12: (φήμη).    I prophesy, utter, ᾗ καὶ Αοξίας ἐφήμισε A.Ch.558.    2 spread a report, φήμην φ. Hes.Op.764; διαβολάς J.BJ1.23.2, cf. Q.S.13.538, etc.:—Pass., οἱ τεθνάναι φημισθέντες Plu. l.c., cf. J.BJ1.29.4, Arr.Peripl.M.Eux.6, PGiss.19.4 (ii A. D.); Μίνως ὀαριστὴς τοῦ Διὸς ἐφημίσθη εἶναι Plot.6.9.7: abs., to be slandered, Supp.Epigr.4.648.12 (Lydia, ii A. D.).    3 call, name, τινά τι Call.Aet.3.1.14, 58, Nonn.D.9.23; οὔνομα φ. Opp.H.5.476:— Med., Euph.57.    4 promise, ἣν (sc. εὐνήν) ἐφήμισεν πατήρ μοι E.IA1356; ὃ ἐφήμισεν . . παρασχέσθαι Sch.Call. in Διηγήσεις xi 3.    II Med., express in words, συντόμως ἐφημίσω A.Ag.629, cf. 1162 (lyr.), 1173(lyr.):—Pass., Zos.Alch.p.169B.

German (Pape)

[Seite 1268] 1) reden, durchs Gerücht verbreiten; φήμη οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Hes. O. 766; sp. D., wie Qu. Sm. 13, 538. – 2) benennen, ὄνομα φημίζειν Opp. Hal. 5, 476, vgl. 637. – 3) in Worten ausdrücken, aus sprechen; ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch. Ch. 558; so auch im med., μακρὸν δὲ πῆμα ξυντόμως ἐφημίσω Ag. 629; ἣν έφήμισεν πατήρ μοι Eur. I. A. 1356.

Greek (Liddell-Scott)

φημίζω: Ἐπικ. -ίξω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 760, κλπ.· ἀόρ. ἐφήμισα Αἰσχύλ., Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), Δωρικ. ἐφάμιξα (κατ-) Πινδ. Ο. 6. 92. ― Μέσ., ἀόρ. ἐφημισάμην Αἰσχύλ. (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. -ιξάμην Διον. Περ., Νόνν. ― Παθ., μέλλ. φημισθήσομαι Λυκόφρ. 1082· ἀόρ. ἐφημίσθην Πλούτ. 2. 264D· Ἐπικ. -ίχθην Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 7, κλπ.· ― πρκμ. πεφήμισμαι Στράβ. 22· (φήμη). Ἐκπέμπω φωνήν: 1) προφητεύω, λέγω, λαλῶ, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισε Αἰσχύλ. Χο. 558. 2) διαδίδω λόγον, φήμην, φήμη δ’ οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 762 (ἴδε ἐν λέξει φήμη Ι. 2), πρβλ. Κόϊντ. Σμυρν. 13. 538, κλπ.· ― Παθ., οἱ τεθνάναι φημισθέντες Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. Μέσ., ἐκφράζομαι διὰ λόγων, ἐκθέτω, λέγω, συντόμως ἐφημίσω Αἰσχύλ. Ἀγ. 629, πρβλ. 1162, 1173. 2) καλῶ, ὀνομάζω, τινά τι Διονύσ. Ἁλ. ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 280. 18· ὄνομα φ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 476· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοὔνεκα Μυρμιδόνες μιν Ἀχιλλέα φημίξαντο Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 181, 32. 3) ὑπισχνοῦμαι, ἣν (δηλ. εὐνὴν) ἐφήμισεν πατήρ μοι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1356.

French (Bailly abrégé)

f. φημίσω, ao. ἐφήμισα, pf. inus.
Pass. f. φημισθήσομαι, ao. ἐφημίσθην, pf. πεφήμισμαι;
1 prophétiser, annoncer;
2 répandre un bruit, divulguer;
3 promettre : τί τινι qch à qqn;
Moy. φημίζομαι exprimer par la parole ce qu’on pense ou ce qu’on sent.
Étymologie: φήμη.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και φουμίζω και φουμάω Ν φῆμις
νεοελλ.
1. διασπείρω τη φήμη προσώπου ή πράγματος σε όλους, το κάνω γνωστό, το διαφημίζω («ποιο πρέπει να παινέσουσι, ποιο πρέπει να φημίσου», Ερωτόκρ.)
2. μέσ. φημίζομαι είμαι περιώνυμος, ξακουστός («φημίζεται για τη μεγαλοψυχία του»)
3. παροιμ. «ποιος φουμίζει τον γαμπρό; η καλή του η πεθερά» — λέγεται για εκείνους που επαινούν πάντοτε ό,τι είναι δικό τους
μσν.
(ενεργ. και μέσ.) κάνω επίδειξη της δύναμης, της ομορφιάς ή τών ικανοτήτων μου, επιδεικνύομαι («κι ἄρξετο νὰ φημίζεται ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Φράγκους», Χρον. Μορ.)
αρχ.
1. εκπέμπω φωνή και, κυρίως, προφητεύω («ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισε», Αισχύλ.)
2. διαδίδω λόγια, διασπείρω φήμες («φήμη δ' οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι», Ησίοδ.)
3. καλώ, ονομάζω
4. υπόσχομαι
5. μέσ. εκφράζομαι με λόγια, εκθέτω («μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω», Αισχύλ.)
6. παθ. δυσφημούμαι.