ἐπίβαθρον: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(Autenrieth) |
(13) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(paid by an [[ἐπιβάτης]]): [[fare]], [[passage]]-[[money]], Od. 15.449†. | |auten=(paid by an [[ἐπιβάτης]]): [[fare]], [[passage]]-[[money]], Od. 15.449†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίβαθρον]], το (Α) [[βάθρον]]<br /><b>1.</b> ναύλο για [[επιβίβαση]]<br /><b>2.</b> [[μίσθωμα]], [[ενοίκιο]]<br /><b>3.</b> [[διόδια]]<br /><b>4.</b> [[επιβάθρα]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίβαθρα</i> (ιερά)<br />θυσίες [[κατά]] την [[επιβίβαση]] σε [[πλοίο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἐπίβαθρον]] ἀοιδῆς» — [[βάθρο]] για αοιδό<br />β) «[[ἐπίβαθρον]] ὀρνίθων» — το [[μέρος]] όπου ανεβαίνουν και κουρνιάζουν τα πουλιά. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A fare of an ἐπιβάτης, passenger's fare, καὶ δέ κεν ἄλλ' ἐ . . . δοίην Od.15.449, cf. D.S.1.96; so of Charon's fare, νεὼς Ἀχεροντείας ἐ. Call.Fr.110: generally, rent, payment for anything, γῆς Plu.2.727f; toll, Call.Del.22 (pl.). II. τὰ ἐ., of a sacrifice, regarded as a fare paid on embarking, A.R.1.421. III. ἐ. ὀρνίθων roosting-place, perch, AP9.661 (Jul.); ἐ. ἀοιδῆς stool for a singer, ib.140 (Claud.), cf. PLond.1821.283. 2. = foreg. 1, PSI2.171.27 (pl., dub., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 927] τό, das Fährgeld, welches der ἐπιβάτης auf dem Schiffe giebt, Od. 15, 448, wie δέξο θυηλήν, ἥν τοι τῆσδ' ἐπίβαθρα χάριν προτεθεί μεθα νηός, zum Dank, Opfer beim Einsteigen, Ap. Rh. 1, 420; D. Sic. 1, 96; Plut. Symp. 8, 7, 3 sagt vom Storch, ἐπίβαθρον τῆς γῆς δίδωσι, Lohn dafür, daß er die Erde (od. das Dach) betritt; Miethgeld, vgl. Call. Del. 22. – Aber ἐπίβαθρον ὀρνίθων, Iul. Aeg. 37 (IX, 661), worauf die Vögel sitzen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίβαθρον: τό, τὸ ναῦλον ἐπιβάτου, ναῦλον, Λατ. naulum, καὶ δέ κεν ἄλλ’ ἐπίβαθρον… δοίην Ὀδ. Ο. 449· καθόλου, ἐνοίκιον, μισθός, πληρωμὴ διά τι, γῆς Πλούτ. 2. 727F, πρβλ. Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 22· πρβλ. Εὐστ. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ο. 448 καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. ΙΙ. τὰ ἐπίβαθρα (ἐξυπ. ἱερά), ἐπιβατήρια ἱερά, θυσίαι κατὰ τὴν ἐπιβίβασιν εἰς πλοῖον, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 421. ΙΙΙ. ἐπίβαθρον ὀρνίθων, μέρος ἔνθα ἀναβαίνουσι καὶ κοιμῶνται ἢ «κουρνιάζουν» τὰ πτηνά, τοῦτο δὲ συνήθως εἶναι κλάδος δένδρου, Ἀνθ. Π. 9. 661.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prix du passage sur un vaisseau ; en gén. droit qu’on acquitte pour séjourner qqe part.
Étymologie: ἐπιβαίνω.
English (Autenrieth)
(paid by an ἐπιβάτης): fare, passage-money, Od. 15.449†.
Greek Monolingual
ἐπίβαθρον, το (Α) βάθρον
1. ναύλο για επιβίβαση
2. μίσθωμα, ενοίκιο
3. διόδια
4. επιβάθρα
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβαθρα (ιερά)
θυσίες κατά την επιβίβαση σε πλοίο
6. φρ. α) «ἐπίβαθρον ἀοιδῆς» — βάθρο για αοιδό
β) «ἐπίβαθρον ὀρνίθων» — το μέρος όπου ανεβαίνουν και κουρνιάζουν τα πουλιά.