ἑτεραλκής: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(Autenrieth)
(14)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές ([[ἕτερος]], [[ἀλκή]]): [[νίκη]], [[lending]] [[strength]] to the [[other]] [[party]], i. e. to the [[party]] [[previously]] [[inferior]], Il. 7.26, Il. 8.171, Il. 16.362; in [[more]] [[general]] [[sense]], [[decisive]], Od. 22.236 ; [[δῆμος]], [[able]] to [[change]] the [[fortune]] of the [[fight]], Il. 15.738.
|auten=ές ([[ἕτερος]], [[ἀλκή]]): [[νίκη]], [[lending]] [[strength]] to the [[other]] [[party]], i. e. to the [[party]] [[previously]] [[inferior]], Il. 7.26, Il. 8.171, Il. 16.362; in [[more]] [[general]] [[sense]], [[decisive]], Od. 22.236 ; [[δῆμος]], [[able]] to [[change]] the [[fortune]] of the [[fight]], Il. 15.738.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτεραλκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. της νίκης) αυτή που δίνει [[δύναμη]] σε έναν από τους δύο μαχομένους («μάχης ἑτεραλκέα νίκην» — [[νίκη]] στη [[μάχη]] που κλίνει [[προς]] το [[μέρος]] τών αντιθέτων)<br /><b>2.</b> αυτός που επηρεάζει αποφασιστικά την [[έκβαση]] της μάχης («[[δῆμος]] [[ἑτεραλκής]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που κλίνει [[πότε]] [[προς]] το ένα [[μέρος]] και [[πότε]] [[προς]] το [[άλλο]], ο [[αμφίρροπος]] («[[εἶδον]]... γινομένην ἑτεραλκέα τὴν μάχην», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αλκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αλκή]] «[[δύναμη]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>αλκής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεραλκής Medium diacritics: ἑτεραλκής Low diacritics: ετεραλκής Capitals: ΕΤΕΡΑΛΚΗΣ
Transliteration A: heteralkḗs Transliteration B: heteralkēs Transliteration C: eteralkis Beta Code: e(teralkh/s

English (LSJ)

ές,

   A giving strength to the other side, μάχης ἑτεραλκέα νίκην victory in battle inclining to the other side, Il.16.362; σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι, μ. ἑ. ν. a sign that victory was changing sides, 8.171; ἵνα δὴ Δαναοῖσι μ. ἑ. ν. δῷς inclining to their side, 7.26; without μάχης, δίδου ἑτεραλκέα νίκην 17.627, Od.22.236; Ἄρης ἑ. A.Pers.952 (lyr.): in late Prose, ἑ. νίκη Ps.-Luc.Philopatr.8, Ael.Fr.135.    2 Act., ἑ. δῆμος a body of men which decides the victory, Il.15.738; λύσις ἑ. κήδευς Nic.Th.2; ποδῶν ἑ. ταρσῷ, of a lame man, Nonn.D.9.230.    II inclining first to one side then to the other, doubtful, μάχη Hdt.9.103; μόθου ἑ. κλωγμῷ Orac. ap. Luc.JTr.31. Ion. Adv. -αλκέως, ἀγωνίζεσθαι with varying fortune, Hdt.8.11.

German (Pape)

[Seite 1047] ές, auf eine von beiden Seiten Kraft u. Sieg legend, Δαναοῖσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην δοῦναι, den Danaern Sieg, der sich entschieden auf ihre Seite neigt, Il. 7, 26; so νίκη ἑτ., entschiedener Sieg, 8, 171. 17, 627 Od. 22, 236; von sp. D., wie Opp. C. 2, 71 Nonn. 17, 225 nachgeahmt; ähnl. μάχη, Her. 9, 103; in sp. Prosa, Luc. Philop. 8; δῆμος ἑτ., der den Ausschlag gebende, die Schlacht entscheidende Volkshaufe, Il. 15, 738; so Ἄρης Aesch. Pers. 913. – Bei Nonn. D. 18, 119, σκαίροντα ποδῶν ἑτεραλκέϊ ταρσῷ, hinkend, mit einem starken Fuße. – Adv., ἑτεραλκέως ἀγωνίζεσθαι Her. 8, 11, mit unentschiedenem Erfolge kämpfen, so daß sich der Sieg bald auf die eine, bald auf die andere Seite neigt.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεραλκής: -ές, ἐπίθ. τῆς νίκης, ἡ παρέχουσα δύναμιν εἰς τὸν ἕτερον ἐκ τῶν δύο, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, μάχης ἑτεραλκέα νίκην, νίκην ἐν τῇ μάχῃ κλίνουσαν πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἦ μὲν δὴ γίγνωσκε μάχης ἑτεραλκέα νίκην, «τῷ ὄντι μὲν οὖν ἠπίστατο τὴν ἑτερορρεπῆ νίκην τῆς μάχης» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Π. 362 · σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι, μάχης ἑτεραλκέα νίκην, σημεῖον διδοὺς (ὁ Ζεὺς) τοῖς Τρωσὶν ὅτι ἡ νίκη ἔσται ἑτεροκλινής, δηλ. ὑπὲρ τῶν ἐναντίων, Θ. 171· ἀλλ’, ἦ ἵνα δὴ Δαναοῖσι μάχης ἑτεραλκέα νίκην δῷς; ἢ ἵνα παράσχῃς τοῖς Ἀχαιοῖς νίκιν κλίνουσαν ὑπὲρ αὐτῶν; Η. 26· οὕτω καὶ ἄνευ τῆς λέξ. μάχη, δίδου ἑτεραλκέα νίκην Ρ. 627, Ὀδ. Χ. 236. οὕτως, ἑτ. Ἄρης Αἰσχύλ. Πέρσ. 951 (Λυρ.). καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 8, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. 2) ἐνεργ., δῆμος ἑτ., σῶμα ἀνδρῶν ἐφεδρικὸν οὕτως εἰπεῖν, ὅπερ δίδει τὴν ῥοπὴν τῆς νίκης εἰς τὸ ἕτερον μέρος, δηλ. τὸ ἔχον χρείαν βοηθείας, Ἰλ. Ο. 738· λύσις ἑτ. Νικ. Θηρ. 2· σκάζοντα ποδῶν ἑτεραλκέϊ ταρσῷ, περὶ τοῦ Ἡφαίστου, Νόνν. Δ. 9. 230. ΙΙ. κλίνων, ὁτὲ μὲν πρὸς τὸ ἓν μέρος, ὁτὲ δὲ πρὸς τὸ ἕτερον, ἀμφίρροπος, Λατ. anceps, μάχῃ Ἡρόδ. 9.103· καὶ οὕτως, ἑτεραλκέως ἀγωνίζεσθαι, ancipiti Marte pugnare, ὁ αὐτ. 8. 11· οὕτω, μόθου ἑτ. κλωγμῷ, ποιητ. παρὰ Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31. ― Ἡ αυτὴ ποικιλία ἐννοιῶν καταφαίνεται καὶ ἐν ἄλλοις συνθέτοις, πρβλ. ἑτεροκλινής, ἑτερορρεπής, ἑτερόρροπος, ἑτερήμερος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑτεραλκέα νίκην · ἑτεροκλινῆ, ἑτερορρεπῆ. τὴν τοῖς προτέροις νενικημένοις ἀλκὴν περιποιοῦσαν».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. qui porte sa force de l’un des deux côtés, p. suite
1 dont la force penche de l’autre côté, càd du côté de l’ennemi;
2 qui donne la force à l’un des deux partis, particul. qui rend l’avantage au parti vaincu;
3 qui donne la force à l’un des deux partis, càd qui décide la victoire;
II. qui porte sa force tantôt d’un côté, tantôt de l’autre : μάχη ἑτεραλκής HDT combat douteux.
Étymologie: ἕτερος, ἀλκή.

English (Autenrieth)

ές (ἕτερος, ἀλκή): νίκη, lending strength to the other party, i. e. to the party previously inferior, Il. 7.26, Il. 8.171, Il. 16.362; in more general sense, decisive, Od. 22.236 ; δῆμος, able to change the fortune of the fight, Il. 15.738.

Greek Monolingual

ἑτεραλκής, -ές (Α)
1. (επίθ. της νίκης) αυτή που δίνει δύναμη σε έναν από τους δύο μαχομένους («μάχης ἑτεραλκέα νίκην» — νίκη στη μάχη που κλίνει προς το μέρος τών αντιθέτων)
2. αυτός που επηρεάζει αποφασιστικά την έκβαση της μάχης («δῆμος ἑτεραλκής»)
3. αυτός που κλίνει πότε προς το ένα μέρος και πότε προς το άλλο, ο αμφίρροποςεἶδον... γινομένην ἑτεραλκέα τὴν μάχην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -αλκής (< αλκή «δύναμη»)
πρβλ. αν-αλκής].