ὀμίχλη: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
(Autenrieth)
(28)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[mist]], [[cloud]]; [[fig]]., of [[dust]], Il. 13.336. (Il.)
|auten=[[mist]], [[cloud]]; [[fig]]., of [[dust]], Il. 13.336. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ὀμίχλη]] και [[ὁμίχλη]], Α δωρ. τ. ὁμίχλα)<br /><b>1.</b> ύπαρξη νέφους με μικρά υδροσταγονίδια [[κοντά]] στην [[επιφάνεια]] του εδάφους και [[πυκνότητα]] τέτοια ώστε η [[ορατότητα]] σε οριζόντια [[διεύθυνση]] να [[είναι]] μικρότερη από 1.000 [[μέτρα]], [[αντάρα]], [[καταχνιά]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[σκοτάδι]], [[σκοτεινιά]] (α. «εις την ομίχλην του θανάτου», Κάλβ.<br />β. «κατὰ νυκτὸς ὀμίχλην», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ομίχλη]] αναστροφής»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ομίχλη]] που προκαλείται από [[νέφος]] τύπου στρώματος παγιδευμένο [[κάτω]] από τη [[βάση]] μιας θερμοκρασιακής αναστροφής<br />β) «σήματα ομίχλης»<br /><b>ναυτ.</b> ειδικά ηχητικά ή φωτεινά σήματα που εκπέμπονται από φάρους, σημαντήρες ή πλοία όταν επικρατούν συνθήκες ομίχλης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θόλωση]] τών οφθαλμών, [[θολούρα]] («ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε [[πλήρης]] δακρύων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αχνός]] που αναδίδεται από διάφορα θυμιάματα τα οποία καίγονται ή από διάφορα είδη που μαγειρεύονται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>meiğh</i>- «[[σκοτεινιάζω]], [[σύννεφο]], [[ομίχλη]]», με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>- και [[επίθημα]] -<i>l</i><i>ā</i> (για το [[επίθημα]] με -<i>λ</i><br /><b>βλ. λ.</b> [[νεφέλη]]), και αντιστοιχεί με λιθουαν. <i>migla</i>, αρχ. σλαβ. <i>mĭgla</i>. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], εξάλλου, ανάγονται και τα: αρχ. ινδ. <i>negha</i>- «[[σύννεφο]]», <i>mih</i>- «[[ομίχλη]], [[καταχνιά]]», αβεστ. <i>ma</i><i>ē</i><i>ya</i>- «[[σύννεφο]]», αρμ. <i>m</i><i>ē</i><i>g</i> «[[ομίχλη]], [[καταχνιά]]». Τέλος, ο τ. [[ὁμίχλη]] με [[δασεία]] [[είναι]] εσφ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ομιχλώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομιχλαίνω]], [[ομιχλήεις]], [[ομιχλούμαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ομιχλοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ομιχλόκερας]]<br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ανόμιχλος]]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμίχλη Medium diacritics: ὀμίχλη Low diacritics: ομίχλη Capitals: ΟΜΙΧΛΗ
Transliteration A: omíchlē Transliteration B: omichlē Transliteration C: omichli Beta Code: o)mi/xlh

English (LSJ)

(

   A ὁμ- Eust.117.33 and v. infr. ; a form ὄμιχλ-λα is condemned by Hdn. Philet.p.445 P.), ἡ, mist, fog (not so thick as νέφος or νεφέλη, Arist. Mete.346b33, cf. Mu.394a19), Hom. only in Il. ; εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην 3.10 ; so Thetis rises from the sea, ἠΰτ' ὀμίχλη 1.359 ; ὁ. καὶ δρόσος Ar.Nu.330 ; κονίης ὀμίχλην Il.13.336 ; ὀμίχλη ἐγένετο X.An.4.2.7, etc. : metaph., ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων A.Pr.145(lyr.).    2 cloud-like darkness, gloom, κατὰ νυκτὸς ὀ. AP5.228 (Maced.), cf. Orph.A.521, etc.    3 the steam of cookery, Mnesim.4.64. (Cf. Lith. miglà 'mist.)

Greek (Liddell-Scott)

ὀμίχλη: ἡ, Ἰων. ὀμίχλη, Δωρ. ὀμίχλα, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε Ἡρῳδιαν. 445 Piers.· (ἴδε ὀμιχέω)· - ὡς καὶ νῦν, ὁμίχλη, κοινῶς «καταχνιά», οὐχὶ τόσον πυκνὴ ὅσον τὸ νέφοςνεφέλη, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 4, πρβλ. π. Κοσμ. 4, 4, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ.· εὖτ’ ὄρεος κορυφῇσι νότος κατέχευεν ὀμίχλην Γ. 10 οὕτωςΘέτις ἀνέρχεται ἐκ τῆς θαλάσσης, ἠΰτ’ ὀμίχλη Α. 359, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 330· κονίης ... ὀμίχλην αὐτόθι Ν. 336 ὀμίχλη ἐγένετο Ξεν. Ἀν. 4. 2, 7, κτλ.· - μεταφορ., ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων Αἰσχύλ. Πρ. 144 (λυρ.). 2) σκότος, ζόφος ὅμοιος μὲ νέφος, ἀχλύς, κατὰ νυκτὸς ὀμ. Ἀνθ. Π. 5. 229, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 519, κτλ. 3) ἀχνὸς τοῦ μαγειρείου, τοιάδε δόμους ὀμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 64.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. et épq. c. ὁμίχλη.

English (Autenrieth)

mist, cloud; fig., of dust, Il. 13.336. (Il.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀμίχλη και ὁμίχλη, Α δωρ. τ. ὁμίχλα)
1. ύπαρξη νέφους με μικρά υδροσταγονίδια κοντά στην επιφάνεια του εδάφους και πυκνότητα τέτοια ώστε η ορατότητα σε οριζόντια διεύθυνση να είναι μικρότερη από 1.000 μέτρα, αντάρα, καταχνιά
2. (κατ' επέκτ.) σκοτάδι, σκοτεινιά (α. «εις την ομίχλην του θανάτου», Κάλβ.
β. «κατὰ νυκτὸς ὀμίχλην», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «ομίχλη αναστροφής»
(μετεωρ.) ομίχλη που προκαλείται από νέφος τύπου στρώματος παγιδευμένο κάτω από τη βάση μιας θερμοκρασιακής αναστροφής
β) «σήματα ομίχλης»
ναυτ. ειδικά ηχητικά ή φωτεινά σήματα που εκπέμπονται από φάρους, σημαντήρες ή πλοία όταν επικρατούν συνθήκες ομίχλης
αρχ.
1. θόλωση τών οφθαλμών, θολούρα («ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων», Αισχύλ.)
2. αχνός που αναδίδεται από διάφορα θυμιάματα τα οποία καίγονται ή από διάφορα είδη που μαγειρεύονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας meiğh- «σκοτεινιάζω, σύννεφο, ομίχλη», με προθεματικό φωνήεν - και επίθημα -lā (για το επίθημα με -λ
βλ. λ. νεφέλη), και αντιστοιχεί με λιθουαν. migla, αρχ. σλαβ. mĭgla. Στην ίδια ρίζα, εξάλλου, ανάγονται και τα: αρχ. ινδ. negha- «σύννεφο», mih- «ομίχλη, καταχνιά», αβεστ. maēya- «σύννεφο», αρμ. mēg «ομίχλη, καταχνιά». Τέλος, ο τ. ὁμίχλη με δασεία είναι εσφ.
ΠΑΡ. ομιχλώδης
αρχ.
ομιχλαίνω, ομιχλήεις, ομιχλούμαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ομιχλοειδής
νεοελλ.
ομιχλόκερας
(Β' συνθετικό) αρχ. ανόμιχλος].