σθεναρός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(Autenrieth)
(37)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[σθένος]]): [[strong]], Il. 9.505†.
|auten=([[σθένος]]): [[strong]], Il. 9.505†.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σθεναρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α<br />[[γεμάτος]] [[σθένος]], [[δυνατός]], [[ισχυρός]] (α. «σθεναρή [[κράση]]» β. «σθεναρὰ [[χείρ]]», Τζέτζ<br />γ. «[[βραχίων]] [[σθεναρός]]», <b>Ευρ.</b><br />δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ [[ἀρτίπος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[ψυχικό]] και ηθικό [[σθένος]], [[θαρραλέος]] (α. «σθεναρή [[στάση]]» β. «σθεναρή [[αντίσταση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[σθεναρός]]<br /><b>(λογ.)</b> [[μνημονική]] [[λέξη]], αντίστοιχη της λατινικής felapton, του δεύτερου τρόπου του τριτόσχημου κατηγορικού συλλογισμού, [[κατά]] τον οποίο η [[μείζων]] [[πρόταση]] [[είναι]] [[καθολικά]] αποφατική, η [[ελάσσων]] [[καθολικά]] καταφατική και το [[συμπέρασμα]] επιμέρους αποφατικό, λ.χ.: [[κανένας]] [[άνθρωπος]] δεν μπορεί να εγκαταλείψει ο [[ίδιος]] τον εαυτό του<br />[[κάθε]] [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[εχθρός]] του [[εαυτού]] του<br />άρα, υπάρχουν μερικοί εχθροί τους οποίους δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε<br /><b>αρχ.</b><br />[[βίαιος]], [[σφοδρός]] («σθεναρὸς [[καρδιωγμός]]», Ιπποκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σθεναρώς]] / <i>σθεναρῶς</i> ΝΑ, και <i>σθεναρά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[σθένος]], με [[θάρρος]] και [[δύναμη]]<br /><b>αρχ.</b><br />βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σθένος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[αρός]] [[κατά]] τα [[βριαρός]], [[στιβαρός]].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σθενᾰρός Medium diacritics: σθεναρός Low diacritics: σθεναρός Capitals: ΣΘΕΝΑΡΟΣ
Transliteration A: sthenarós Transliteration B: sthenaros Transliteration C: sthenaros Beta Code: sqenaro/s

English (LSJ)

ά (Ion. ή), όν, poet. and Ion.Adj.

   A strong, mighty, Ἄτη Il. 9.505; βραχίων E.El.389; σιδήρια Hp.Fract.31; intense, καρδιωγμός Id.Mul.2.126: Comp., ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν S.OT467. Adv. -ρῶς violently, Phld.Sign.20; ἀπωθεῖν Ph.1.553.

German (Pape)

[Seite 876] stark, kräftig, mächtig; Ἄτη σθεναρή, Il. 9, 505; ἀελλάδων ἵππων σθεναρώτερον φυγᾷ πόδα νωμᾶν, d. i. schneller, Soph. O. C. 468; βραχίων, Eur. El. 389; auch in sp. Prosa, λόγοι, S. Emp. adv. log. 2, 160; σθεναρῶς συνάγειν, adv. phys. 1, 437.

Greek (Liddell-Scott)

σθενᾰρός: -ά, -όν, ποιητ. ἐπίθετ., ἰσχυρός, κρατερός, δυνατός, Ἄτη Ἰλ. Ι. 505· βραχίων Εὐρ. Ἠλ. 389· σιδήρια Ἱππ. Ἀγμ. 773. ― Συγκρ., σθεναρώτερον ἵππων φυγᾷ πόδα νωμῶν Σοφ. Ο. Τ. 467.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fort, puissant;
Cp. σθεναρώτερος.
Étymologie: σθένος.

English (Autenrieth)

(σθένος): strong, Il. 9.505†.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σθεναρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. σθεναρή Α
γεμάτος σθένος, δυνατός, ισχυρός (α. «σθεναρή κράση» β. «σθεναρὰ χείρ», Τζέτζ
γ. «βραχίων σθεναρός», Ευρ.
δ. «ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος ψυχικό και ηθικό σθένος, θαρραλέος (α. «σθεναρή στάση» β. «σθεναρή αντίσταση»)
2. το αρσ. ως ουσ. σθεναρός
(λογ.) μνημονική λέξη, αντίστοιχη της λατινικής felapton, του δεύτερου τρόπου του τριτόσχημου κατηγορικού συλλογισμού, κατά τον οποίο η μείζων πρόταση είναι καθολικά αποφατική, η ελάσσων καθολικά καταφατική και το συμπέρασμα επιμέρους αποφατικό, λ.χ.: κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να εγκαταλείψει ο ίδιος τον εαυτό του
κάθε άνθρωπος είναι εχθρός του εαυτού του
άρα, υπάρχουν μερικοί εχθροί τους οποίους δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε
αρχ.
βίαιος, σφοδρός («σθεναρὸς καρδιωγμός», Ιπποκρ.).
επίρρ...
σθεναρώς / σθεναρῶς ΝΑ, και σθεναρά Ν
νεοελλ.
με σθένος, με θάρρος και δύναμη
αρχ.
βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σθένος + επίθημα -αρός κατά τα βριαρός, στιβαρός.