τέθηπα: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
(Autenrieth) |
(40) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=see [[θαπ]]-. | |auten=see [[θαπ]]-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μένω]] [[έκθαμβος]], [[μένω]] [[κατάπληκτος]] (α. «τοὺς πλουσίους ἐκπεπληγμένος καὶ τεθηπώς», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[τέθηπα]] ἀκούων», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «[[θυμός]] μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. αορ. και παρακμ.) [[ταφών]] και <i>τεθηπώς</i><br />[[έκπληκτος]], σαστισμένος (α. «ἔστητε τεθηπότες [[ἠύτε]] νεβροί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «στῆ δὲ [[ταφών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θάμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
pf. with pres. sense, Ep. plpf. ἐτεθήπεα as impf., from ταφ- (v. fin.), of which no pres. is found:—poet. Verb, also used in Ion. and late Prose: 1 intr., to be astonished, astounded, amazed, θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν Od.23.105; mostly in part. τεθηπώς, amazed, astonished, Il.4.243, 21.64, Parm.6.7, Emp.17.21, etc.; ἐτεθήπεα Od.6.166: joined with the part., τέθηπα ἀκούων Hdt. 2.156, cf. Luc.Merc.Cond.42.--To this belongs also aor. ἔτᾰφον, used by Hom. only in part. τᾰφών, in the phrases ταφὼν ἀνόρουσε Il.9.193, Od.16.12, al.; στῆ δὲ ταφών Il.11.545, al.; later in indic., 3sg. τάφε Pi.P.4.95, dub. in B.16.86; 3pl. τάφον ib.48, A.R.2.207; 1sg. ἔταφον A.Pers.999 (lyr.). 2 c. acc., wonder or be amazed at, Plu.2.24e, Luc.Tim.28,56, etc. (in Od.6.168, the acc. σε belongs only to ἄγαμαι). (Prob. cogn. with θάμβος.)
German (Pape)
[Seite 1079] perf. mit Präsensbedeutung von der Wurzel θηπ oder θαφ, wozu der aor. ἔταφον, ταφών gehört, – staunen, sich verwundern; θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν, Od. 23, 105; bes. partic. τεθηπώς, Il. 21, 64, τίφθ' οὕτως ἔστητε τεθηπότες 4, 243, u. öfter; neben ἄγαμαι, Od. 6, 168; das plusqpf. ἐτεθήπεα als imperf, 6, 166, und ἐτεθήπεας 24, 90, viersylbig zu sprechen (wo Bekker θηήσαο lies't); den aor. braucht Hom. nur in den Verbindungen ταφὼν ἀνόρουσε und στῆ δὲ ταφών, Il. 9, 193. 11, 545 u. sonst, τάφε Pind. P. 4, 95; Her. vrbdt es mit dem partic., τέθηπα ἀκούων, ich wundere mich zu hören, 2, 156. Auch Sp., wie Luc. Nigr. 35, τινά, Einen anstaunen, Tim. 28 Pisc. 74, wie Plut. – Vom trans. neri. τέθαφα, in Erstaunen setzen, findet sich nur bei Crobyl. in Ath. VI, 258 c, nach Casaubon. em., πάλιν ἡ τοῦ βίου ὑγρότης με τοῦ σοῦ τέθαφε. – Auch = bewundern, Hesych., der in dieser Bdtg das praes. θήπω anführt.
Greek (Liddell-Scott)
τέθηπα: πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ., Ἐπικ. ὑπερσ. ἐτεθήπεα ὡς παρατ., ἐκ τῆς √ ΤΑΦ (ἴδε ἐν τελ.), ἐξ ἧς οὐδεὶς ἐνεστὼς ὑπάρχει. ― ῥῆμα ποιητικόν, ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἴωσι καὶ μεταγεν. πεζογράφοις· Ι. ἀμεταβ., μένω ἔκθαμβος, θαυμάζω, θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν, «ἐκπέπληκται» (Σχόλ.), Ὀδ. Ψ. 105· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. τεθηπότες, ἐκπεπληγμένοι, ἔκθαμβοι, Ἰλ. Δ. 243, Φ. 64, κλπ.· ἐτεθήπεα Ὀδ. Ζ. 166. ― Ἐνταῦθα, ἀνήκει καὶ ὁ ἀόρ. ἔτᾰφον, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τᾰφών, ἐν ταῖς φράσεσι, ταφὼν ἀνόρουσε, «ἐκπλαγείς, θαυμάσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 193, Ὀδ. Π. 12, κλπ.· στῆ δὲ ταφὼν Ἰλ. Λ. 545, κλπ.· ἀλλὰ γ΄, ἑνικ. τάφε ἀπαντᾷ ἐν Πινδ. Π. 4. 168, καὶ α΄ ἑνικ. ἔταφον ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 1000· ― προσέτι ὁ πρκμ. ἐνίοτε συνάπτεται μετὰ μετοχ., τέθηπα ἀκούων Ἡρόδ. 2. 156, πρβλ. Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 42. 2) μετ’ αἰτ., θαυμάζω ἢ μένω ἔκπληκτος πρός τι, Πλούτ. 2. 24Ε, Λουκ. Τίμ. 28, 56, κλπ., ἐν Ὀδ. Ζ. 168, ἡ αἰτιατ. με ἀνήκει μόνον εἰς τὸ ἄγαμαι). ΙΙ. ἐκ τοῦ μεταβατικοῦ ἐνεργείας πρκμ. τέθᾰφα, ἐκπλήττω, εἰς θαυμασμὸν ἐμβάλλω, ἔχομεν τὸ γ΄ ἑνικ. ἐν Κρωβύλου «Ἀπολιπούσῃ» 1, κατὰ τὴν διόρθωσιν τοῦ Cassanbon. (Ἐκ τῆς √ ΘΑΠ, τέθηπα, θάμβος· ἀλλ’ ἡ πρώτη ῥίζα εἶχε s ἐν ἀρχῇ, πρβλ. Σανσκρ. stambh, stambh-nômi (stup-efacio)· Λατιν. stup-eo· Λιθ. steb-iús (stupeo)).
French (Bailly abrégé)
pf. d’un th. ταφ- ou θαπ-, d’où
1 ao.2 ἔταφον : être saisi d’étonnement ou d’admiration ; part. ταφών IL, OD étonné, frappé de stupeur;
2 pf. au sens d’un impf. τέθηπα et pqp. épq. au sens d’un impf. ἐτεθήπεα OD être saisi de stupeur ou d’admiration ; part. τεθηπώς stupéfait ; τέθηπα ἀκούων HDT je suis stupéfait d’entendre ; τ. τινα être saisi de stupeur devant qqn.
Étymologie: R. Σταφ > Ταφ ou Θαπ, rester immobile ; cf. θαμβέω, lat. stupeo.
English (Autenrieth)
see θαπ-.
Greek Monolingual
Α
1. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος (α. «τοὺς πλουσίους ἐκπεπληγμένος καὶ τεθηπώς», Πλούτ.
β. «τέθηπα ἀκούων», Ηρόδ.
γ. «θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπε», Ομ. Οδ.)
2. (η μτχ. αορ. και παρακμ.) ταφών και τεθηπώς
έκπληκτος, σαστισμένος (α. «ἔστητε τεθηπότες ἠύτε νεβροί», Ομ. Ιλ.
β. «στῆ δὲ ταφών», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάμβος.