ὠμηστής: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(Autenrieth)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ὠμός]], [[ἔδω]]): [[eating]] [[raw]] [[flesh]], of animals; [[hence]], [[cruel]], [[savage]], of men, Il. 24.207.
|auten=([[ὠμός]], [[ἔδω]]): [[eating]] [[raw]] [[flesh]], of animals; [[hence]], [[cruel]], [[savage]], of men, Il. 24.207.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει ωμό [[κρέας]] («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου και του Πανός) αυτός [[προς]] τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς [[Διόνυσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται [[αντί]] της λ. [[λέων]] («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ησ</i>-<i>της</i>, [[αντί]] <i>ὠμοεδ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]», με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -<i>δ</i>- [[πριν]] από -<i>τ</i>-), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀλφ</i>-<i>ηστής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμηστής Medium diacritics: ὠμηστής Low diacritics: ωμηστής Capitals: ΩΜΗΣΤΗΣ
Transliteration A: ōmēstḗs Transliteration B: ōmēstēs Transliteration C: omistis Beta Code: w)mhsth/s

English (LSJ)

οῦ, Dor. ὠμησ-τάς, ὁ, (ὠμός, ἔδω)

   A eating raw flesh, οἰωνοί Il.11.454; κύνες 22.67, S.Ant.697; ἰχθύες Il.24.82; Κέρβερος Hes.Th.311; λέων B.12.46, Orac. ap. Hdt. 5.92.β, A.Ag.827 (as a noun, of a lion, AP6.237 (Antist.)); αἰετός A.R.2.1259; ὄφις (sc. Ἔχιδνα) ὠμηστής Hes.Th.300; epith. of Dionysus, = ὠμάδιος 1, AP9.524.25, cf. Plu.2.462b (of ἄκρατος). Adv. -τί Zonar.    2 savage, brutal, ὠ. καὶ ἄπιστος ἀνήρ Il.24.207, cf. Plu. Ant.24. (Aristarch. pronounced it ὠμησταί like ἀθληταί; Tyrannio ὠμῆσται like κομῆται, Sch.Il.22.67.)

Greek (Liddell-Scott)

ὠμηστής: -οῦ, ὁ, (ὠμός, ἐσθίω) ὁ ἐσθίων ὠμὰ κρέατα, ὠμοβόρος, ὠμοφάγος, οἰωνοὶ Ἰλ. Λ. 454· κύνες Χ. 67, Σοφ. Ἀντιγ. 697· ἰχθύες Ἰλ. Ω. 82· Κέρβερος Ἡσ. Θεογ. 311· λέων Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 5. 92, 2, Αἰσχύλ. Ἀγ. 827 (ἐντεῦθεν ὠμηστὴς ἀπολ. ἀντὶ λέων, Ἀνθ. Παλ. 6. 237)· αἰετὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1259· ὡσαύτως μετὰ θηλ. οὐσιαστ., Ἔχιδνα ὠμηστὴς Ἡσ. Θεογ. 300· ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = ὠμάδιος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, Πλούτ. 2. 462Β· ― ὡς σημεῖον ἀγριότητος, θηριωδίας, ὠμ. καὶ ἄπιστος ἀνὴρ Ἰλ. Ω. 207, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 24. ― Πρβλ. ὠμοβόρος, ὠμοβρώς, ὠμοφάγος. (Ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραψεν ὠμηστής, κατὰ τὸ ἀθλητής, ὀρχηστής· ὁ δὲ Τυραννίων ὠμήστης, κατὰ τὸ κομήτης, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 67).

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
1 qui mange de la chair crue ; carnassier, féroce ; ὁ ὠμηστής, la bête féroce;
2 p. ext. en parl. de pers. cruel, inhumain.
Étymologie: ὠμός, ἔδω.

English (Autenrieth)

(ὠμός, ἔδω): eating raw flesh, of animals; hence, cruel, savage, of men, Il. 24.207.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α
1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου και του Πανός) αυτός προς τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς Διόνυσος», Ανθ. Παλ.)
2. χρησιμοποιείται αντί της λ. λέων («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ησ-της, αντί ὠμοεδ-της (< ἔδω «τρώω», με έκταση λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -δ- πριν από -τ-), πρβλ. ἀλφ-ηστής].