χειμών: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ῶνος: [[storm]], [[tempest]], [[rain]], [[rainy]] [[weather]].
|auten=ῶνος: [[storm]], [[tempest]], [[rain]], [[rainy]] [[weather]].
}}
{{Slater
|sltr=[[χειμών]] (-ῶνος, -ῶνι.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[winter]], [[cold]] of [[winter]] ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι [[δέμας]] ἢ χειμῶνι (P. 3.50) ἐπέρα [[ποτὶ]] μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι [[πλέων]] Νείλου πρὸς ἀκτάν (I. 2.42) [[ὁπόταν]] τε χειμῶνος σθένει φρίσσων [[Βορέας]] ἐπισπέρχησ [[with]] its [[wintry]] [[strength]] Παρθ. 2. 17.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[storm]] met. [[ἔτλαν]] δὲ [[πένθος]] οὐ φατόν. ἀλλὰ [[νῦν]] μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.39)
}}
}}

Revision as of 14:42, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμών Medium diacritics: χειμών Low diacritics: χειμών Capitals: ΧΕΙΜΩΝ
Transliteration A: cheimṓn Transliteration B: cheimōn Transliteration C: cheimon Beta Code: xeimw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (χεῖμα)

   A winter, χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Il.17.549; χειμῶνι in winter, 21.283; ἐν χειμῶνι Pi.I.2.42, A.Ag.969, X.Mem.4.3.8; ἐν τῷ χ. Id.Cyr.8.8.17; χειμῶνος ὥρᾳ And.1.137; also χειμῶνος in winter-time, X.Mem.3.8.9, Pl.R. 415e; χ. μέσου in mid-winter, Ar.Fr.569.1; τοῦ χ. in the course of the winter, Th.7.31; τοῦ αὐτοῦ χ. Id.8.30; διὰ χειμῶνος, διὰ τοῦ χ., Pl. Ti.74c, X.HG3.2.9; χειμῶνα during winter, S.OT1138 (v.l. χειμῶνι) ; τὸν χ. during the winter, Hdt.3.117, X.HG1.4.1; τὸν δεινὸν χ. Id.An. 7.6.9; τὸν χ. ὅλον Ar.Fr.345; ὁ ἀμφὶ τὸν χ. χρόνος X.Cyr.8.6.22; ὄρος ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος in consequence of the cold weather, Hdt.8.138, cf. Th.2.101: pl., νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj.671; opp. καύματα, Pl.Lg.829b; ἀμυντικὴ χειμώνων Id.Plt.280e.    2 the wintry quarter of the heavens, the north, Βορέης καὶ χ. Hdt.2.26.    II wintry, stormy weather: generally, storm, ἐπεὶ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον Il.3.4; οὐ νιφετὸς οὔτ' ἂρ χ. πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od.4.566; ὅτε τις χ. ἔκπαγλος ὄροιτο 14.522; ὀπωρινὸν ὄμβρον καὶ χειμῶν' ἐπιόντα Hes.Op.675, cf. Alc.18, Sapph.Supp.11.6, etc.; Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pi.I.7(6).39; θεὸς χειμῶν' ὦρσε A.Pers.496, cf. Ag.649, 656, S.Aj.1145, etc.; χ. ὀρνιθίας Ar.Ach.876; χ. κατερράγη Hdt.1.87; ἐπέπεσέ σφι χ. τε μέγας καὶ πολλὸς ἄνεμος Id.7.188, cf. Pl.Prt.344d; ἐπιγενόμενος χ. Hdt.7.34, Th.4.6; χειμῶνι χρησάμενοι Antipho 5.21; χ. νοτερός a storm of rain, Th.3.21; ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν X.HG2.4.14: pl., ὑπὸ τῶν χ. because of the winter-storms, Hdt.4.62; ἔν γε χειμῶσιν καὶ ἐν εὐδίαις Pl.Lg. 961e, cf. 919a.    2 metaph., θεόσσυτος χ. storm of calamity sent by the gods, A.Pr.643; χ. καὶ κακῶν τρικυμία ib.1015, cf. Ch.202 (pl.), 1066 (anap.); δορὸς . . ἐν χειμῶνι in the storm of battle, S.Ant. 670; θολερῷ . . χ. νοσήσας, of the madness of Ajax, Id.Aj.207 (anap.); χ. γήρως βαρύς, of life's winter, AP10.100 (Antiphan.); of a person, χ. ὁ μειρακίσκος ἐστὶ τοῖς φίλοις Alex.178.7, cf. 46.4; χ. κατ' οἴκους . . κακὴ γυνή Men.Mon.540: rare in Prose, of battle, Onos. 32.10; of mental and moral trouble, Epicur.Ep.3p.62U., Polystr.p.19W.; χ. τοῦ κλύδωνος χαλεπώτερος, of pirates, Them.Or.23.286a: pl., χειμῶνας ἔχειν to have trouble (in cutting teeth), Hp.Dent.12.

German (Pape)

[Seite 1343] ῶνος, ὁ, stürmisches od. regniges Wetter, Sturm u. Kälte, Winterwetter, der Winter selbst als Jahreszeit; ἐπεὶ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον Il. 3, 4, vgl. Od. 4, 566; Hes. O. 677; χειμῶνος δυσθαλπέος, ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν ἐπὶ χθονί Il. 17, 549; εὐδίαν ἐκ χειμῶνος Pind. I. 6, 39; im bestimmten Gegensatz gegen den Sommer 2, 42; χειμῶνι, im Winter, Anacr. 25, 4, wie χειμῶνος Xen. Mem. 3, 8,9; νυκτὶ δ' ἐν ταύτῃ θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε Aesch. Pers. 488; Ag. 620 u. sonst; ἡνίκ' ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετο Soph. Ai. 1124; Eur. oft; χειμὼν κατεῤῥάγη, ein Sturm brach los, Her. 1, 87; ἐπέπεσέ σφι χειμών, ein Sturm überfiel sie, 7, 188; ἐπιγίγνεται χειμών 7, 34; χειμὼν ὀρνιθίας, ein Winter, wo die Vögel vom Himmel fallen, Ar. Ach. 842; νοτερός Thuc. 3, 21, Sturm mit Regen; πρὸς τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις Plat. Conv. 226 a; Gegensatz θέρος Critia. 112 d und sonst; δεινοὶ γὰρ αὐτόθι χειμῶνες Conv. 220 a; Kälte, Ggstz καῦμα, Tim. 22 e; Prot. 321 e Polit. 279 d; Sturm, τὸν κυβερνήτην μέγας χειμὼν ἐπιπεσὼν ἀμήχανον ἂν ποιήσειε Prot. 344 d; ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ καὶ ζάλης Rep. VI, 496 d, und sonst. – Uebertr., Alles, was den Menschen bestürmt, Drangsal, Noth, auch heftige Gemüthsbewegung; die Uebertragung ist noch deutlich bei Aesch. οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ἔπεισ' ἄφυκτος, Prom. 1017, vgl. Ch. 200. 1061; δορὸς ἐν χειμῶνι, im Sturme des Kampfes, Soph. Ant. 666; vom Wahnsinn, Αἴας θολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας Ai. 206; bes. sp. D., χειμὼν γήρως βαρύς Antiphan. 2 (X, 100); χ. καὶ σάλος τῶν πραγμάτων Plut. Arat. 38; Coriol. 32.

Greek (Liddell-Scott)

χειμών: -ῶνος, ὁ, ὡς τὸ χεῖμα, ἡ χειμερινὴ ὥρα τοῦ ἔτους, ἐν ἀντιθέσει προς τὸ θέρος, χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Ἰλ. Ρ. 549· χειμῶνι, ἐν καιρῷ χειμῶνος, Φ. 283, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1138· ἐν χειμῶνι Πινδ. Ἰ. 2. 62, Αἰσχύλ. Ἀγ. 969· ἐν τῷ χ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, Κύρου Παιδ. 8. 8, 17· χειμῶνος ὥρᾳ Ἀνδοκ. 18. 5· - ὡσαύτως, χειμῶνος, ἐν καιρῷ χειμῶνος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9, Πλάτ. Πολ. 425Ε· χ. μέσου, κατὰ τὸ μέσον τοῦ χειμῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 1· τοῦ χ., διαρκοῦντος τοῦ χειμῶνος, Θουκ. 7. 31· τοῦ αὐτοῦ χειμ. ὁ αὐτ. 8. 30· οὕτω. διὰ χειμῶνος καὶ διὰ τοῦ χ. Πλάτ. Τιμ. 74C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 9· - χειμῶνα, κατὰ τὸν χειμῶνα, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1188· τὸν χ. κατὰ τὸν χειμῶνα, Ἡρόδ. 3. 117, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9, Ἑλλ. 1. 4, 1· τὸν χ. ὅλον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 124· ὁ ἀμφὶ τὸν χ. χρόνος Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 6, 22· - ὄρος ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος, ἕνεκα τοῦ ψύχους, Ἡρόδ. 8. 138, πρβλ. Θουκ. 2. 101· - οὕτως ἐν τῷ πληθ., νιφοστιβεῖς χειμῶνες Σοφ. Αἴ. 671· ἀντίθ. τῷ καύματα, Πλάτ, Πολιτ. 280Ε, Νόμ. 829Β. 2) εἰς δήλωσιν τοῦ χειμερινοῦ μέρους τοῦ ὁρίζοντος, δηλ. τῆς ἅρκτου, Βορέας καὶ χ. Ἡρόδ. 2. 26. ΙΙ. καιρὸς χειμέριος, ψυχρὸς καὶ θυελλώδης, θύελλα χειμερινὴ, καὶ καθόλου θύελλα, καταιγὶς, τρικυμία, ἐπεὶ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον Ἰλ. Γ. 4· οὐ νιφετὸς οὔτ’ ἄρ χ. πολὺς οὔτε ποτ’ ὄμβρος Ὀδ. Δ. 566· ὅτε τις χ. ἔκπαγλος ὄροιτο Ξ. 522 ὀπωρινὸν ὄμβρον καὶ χειμῶν’ ἐπιόντα Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 673· Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χ. Πινδ. Ι. 7 (6). 53· ὦρσε θεὸς χειμῶνα Αἰσχύλ Πέρσ. 496, πρβλ. Ἀγ. 649, 656, Χο. 202. Σοφ Αἴ. 1143, κἑξ., κτλ.· - οὕτω καὶ παρὰ πεζογράφοις, χ. κατερράγη Ἡρόδ. 1. 87, ἐπέπεσέ σφι χ. τε μέγας καὶ πολλὸς ἄνεμος ὁ αὐτ. 7. 188, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 344D· ἐπιγίγνεται χ. Ἡρόδ. 7. 34, πρβλ. Θουκ. 4. 6· χειμῶνι χρῆσθαι Ἀντιφῶν 131. 42· χ. νοτερὸς, καταιγὶς μετὰ βροχῆς, Θουκ. 3. 21· χειμῶνα ποιεῖν ἐν εὐδίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· - ἐν τῷ πληθ., ὑπὸ τῶν χ., ἔνεκα τῶν τρικυμιῶν. Ἡροδ. 4. 62· ἔν γε χειμῶσι καὶ ἐν ευδίαις Πλάτ. Νόμ. 961Ε, πρβλ. 919Α· - πρβλ. ὀρνιθίας. 2) μεταφορ., θεόσσυτος χ. καταιγὶς δυστυχημάτων ὑπὸ τῶν θεῶν πεμφθεῖσα, Αἰσχύλ. Πρ. 643· χ. καὶ κακῶν τρικυμία αὐτόθι 1015, πρβλ. Χο. Σοφ. Ἀντιγ. 670· θολερῷ .. χ. νοσήσας, ἐπὶ τῆς μανίας τοὺ Αἴαντος, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. - ἐπὶ προσώπου, χειμὼν ὁ μειρακίσκος ἐστὶ τοῖς φίλοις Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 1, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Δημητρίῳ» 1. 4· χ. κατ’ οἴκους ἀνδράσιν κακὴ γυνὴ Μένανδρ. ἐν «Μονοστίχοις» 540.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
mauvais temps :
I. au propre;
1 orage, tempête : χειμῶνι χρῆσθαι ANT être surpris par une tempête en parl. de navigateurs ; χειμὼν ὀρνίθιας AR grêle d’oiseaux (canards, geais, etc. apportés par un Béotien) ; χειμῶνος SOPH pendant l’orage;
2 saison du mauvais temps, hiver : τοῦ χειμῶνος ou simpl. χειμῶνος, en hiver, pendant l’hiver ; χειμῶνι IL en hiver ; d’ord. ἐν χειμῶνι, ἐν τῷ χειμῶνι, dans la saison de l’hiver ; χειμῶνα SOPH, τὸν χειμῶνα XÉN en hiver;
3 le froid;
II. fig. :
1 tumulte de la bataille;
2 trouble, agitation politique;
3 malheur;
4 agitation, trouble de l’âme ; passion, folie;
5 danger.
Étymologie: χεῖμα.

English (Autenrieth)

ῶνος: storm, tempest, rain, rainy weather.

English (Slater)

χειμών (-ῶνος, -ῶνι.)
   a winter, cold of winter ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι (P. 3.50) ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (I. 2.42) ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ with its wintry strength Παρθ. 2. 17.
   b storm met. ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν. ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.39)