βάζω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=perf. [[pass]]. [[βέβακται]]: [[talk]], [[speak]], [[mostly]] [[with]] [[reference]] to [[one]]'s [[way]] of [[thinking]], and [[consequently]] of expressing [[himself]]; ἄρτια, πεπνῦμένα, εὖ βάζειν, and [[often]] in [[bad]] [[sense]], ἀνεμώλια, μεταμώνια, ἀπατήλια βάζειν, [[πάϊς]] ὣς νήπια βάζεις, pratest, Od. 4.32 ; [[οὔτε]] ποτ' [[εἰν]] ἀγορῇ διχ ἐβάζομεν οὔτ ἐνὶ βουλῇ, ‘expressed divided sentiments,’ Od. 3.127 ; [[ἔπος]] δ' [[εἴπερ]] τι [[βέβακται]] | δεινόν, ‘if a [[harsh]] [[word]] has been [[spoken]],’ Od. 8.408.
|auten=perf. [[pass]]. [[βέβακται]]: [[talk]], [[speak]], [[mostly]] [[with]] [[reference]] to [[one]]'s [[way]] of [[thinking]], and [[consequently]] of expressing [[himself]]; ἄρτια, πεπνῦμένα, εὖ βάζειν, and [[often]] in [[bad]] [[sense]], ἀνεμώλια, μεταμώνια, ἀπατήλια βάζειν, [[πάϊς]] ὣς νήπια βάζεις, pratest, Od. 4.32 ; [[οὔτε]] ποτ' [[εἰν]] ἀγορῇ διχ ἐβάζομεν οὔτ ἐνὶ βουλῇ, ‘expressed divided sentiments,’ Od. 3.127 ; [[ἔπος]] δ' [[εἴπερ]] τι [[βέβακται]] | δεινόν, ‘if a [[harsh]] [[word]] has been [[spoken]],’ Od. 8.408.
}}
{{Slater
|sltr=[[βάζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[talk]] “ὦ [[τάλας]] ἐφάμερε, νήπια βάζεις χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157.
}}
{{Slater
|sltr=[[βάζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[talk]] “ὦ [[τάλας]] ἐφάμερε, νήπια βάζεις χρήματά μοι διακομπέων” fr. 157.
}}
}}

Revision as of 14:12, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάζω Medium diacritics: βάζω Low diacritics: βάζω Capitals: ΒΑΖΩ
Transliteration A: bázō Transliteration B: bazō Transliteration C: vazo Beta Code: ba/zw

English (LSJ)

poet. Verb, used chiefly in pres. and impf.: aor.

   A ἔβαξα Hsch.: pf. Pass. (v. infr.):—speak, say, ἄρτια βάζειν Il.14.92, al.; ἀνεμώλια β. Od.4.837; πεπνυμένα βάζεις Il.9.58; οἵτ' εὖ μὲν βάζουσι κακῶς δ' ὄπιθεν φρονέουσιν Od.18.168; νήπια β. Pi.Fr.157; ἐβληχημένα β. AP7.636 (Crin.): c. dupl. acc., ταῦτά μ' ἀγειρόμενοι θάμ' ἐβάζετε Il.16.207, cf. E.Hipp.119; πολλὰ κακῶς β. ἑστίαν Ἀτρειδᾶν Id.Rh.719 (lyr.); καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα β. A.Ch.882: c. dat. modi, χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι address with sharp words, Hes.Op.186; κακοῖσι β. πολλὰ Τυδέως βίαν A.Th.571; ὑπέραυχα β. ἐπὶ πτόλει ib. 483; εἴ τι μὴ ψεῦδος ἡ παροιμίη βάζει Herod.2.102; Διονύσῳ ὄργια βάζων IG14.1642:—Pass., ἔπος . . βέβακται a word has been spoken, Od.8.408. (Cf. βάξις, βάσκειν (for βάκ-σκειν) , ἀβακής.)

German (Pape)

[Seite 423] (fut. βάξω, vgl. ἐκβάζω), reden, sprechen; in gutem Sinne, Hom. Odyss. 11, 511 ὅτε φραζοίμεθα βουλάς, αἰεὶ πρῶτος ἔβαζε καὶ οὐχ ἡμάρτανε μύθων· Νέστωρ ἀντίθεος καὶ ἐγὼ νικάσκομεν οἴω; gew. mit tadelndem Nebenbegriff, schwatzen; Hom. oft, ἄρτια Od. 8, 240; ἀνεμώλια 11, 464; ἀπατήλια 14, 127; νήπια Pind. frg. 128; ἐλεύθερα Aesch. Pers. 585; – τινά τι Il. 16, 207; εἴ τίς σε μάταια βάζει Eur. Hipp. 119; vgl. Rhes. 719; τινίτι Hes. O. 184; καθεύδουσιν μάτην ἄκραντα βάζω Aesch. Ch. 869; ἐπί τινι Spt. 465; ὄργια Διονύσῳ, beten, Ep. ad. 471 (App. 238). Außer praes. u. impf. bei Hom. auch perf. pass., ἔπος βέβακται, ein Wort ist gesprochen, Od. 8, 408, Scholl. πεφλυάρηται.

Greek (Liddell-Scott)

βάζω: ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει πρὸ πάντων κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ.· παθ. πρκμ. (ἴδε κατωτ.)· πρβλ. βαβάζω· - ὁμιλῶ, λέγω, Ὅμ.., ὅστις συχνάκις σχηματίζει φράσεις: ἄρτια βάζειν, ὡς ἐν Ἰλ. Ξ. 92· ἀνεμώλια βάζειν Ὀδ. Δ. 837· πεπνυμένα βάζεις Ἰλ. Ι. 58· οἵτ᾿ (Βεκκ. οἵ τ᾿) εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ᾿ ὄπισθεν φρονέουσιν Ὀδ. Σ. 167· βάζειν τινά τι, λέγω τι εἴς τινα, Ἰλ. Π. 207, Εὐρ. Ἱππ. 119· πολλὰ κακῶς β. τινὰ ὁ αὐτ. Ρήσ. 719· ὡσαύτως, τινί τι Αἰσχύλ. Χο. 882· ὡσαύτως μ. δοτ. τρόπου, χαλεποῖς βάζειν ἐπέεσι, προσφωνῶ, ὁμιλῶ μὲ λόγους τραχεῖς, Ἡσ. Ἔρ. κ. Ἡμ. 184· κακοῖσι β. πολλά Τυδέως βίαν Αἰσχύλ. Θήβ. 571· ὑπέραυχα β. ἐπί τινι αὐτόθι 483: - Παθ., ἔπος ... βέβακται, λόγος τις ἔχει λαληθῆ (οἱ σχολ. = πεφλυάρηται), Ὀδ. Θ. 408. (Ἐκ τῆς √ΒΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν βέβαγμαι, βάξις· ἐντεῦθεν καὶ βαβάζω).

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et pf.
parler, dire, acc. ; εὖ β. OD dire de bonnes paroles ; β. τινά τι IL ou τινί τι ESCHL dire qch à qqn ; ὑπέραυχα β. ἐπί τινι ESCHL adresser à qqn des paroles hautaines ; Pass. ἔπος βέβακται OD une parole a été prononcée.
Étymologie: R. Βαγ, parler.

English (Autenrieth)

perf. pass. βέβακται: talk, speak, mostly with reference to one's way of thinking, and consequently of expressing himself; ἄρτια, πεπνῦμένα, εὖ βάζειν, and often in bad sense, ἀνεμώλια, μεταμώνια, ἀπατήλια βάζειν, πάϊς ὣς νήπια βάζεις, pratest, Od. 4.32 ; οὔτε ποτ' εἰν ἀγορῇ διχ ἐβάζομεν οὔτ ἐνὶ βουλῇ, ‘expressed divided sentiments,’ Od. 3.127 ; ἔπος δ' εἴπερ τι βέβακται | δεινόν, ‘if a harsh word has been spoken,’ Od. 8.408.