ἱερομηνία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />fête de chaque mois, jour de fête <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[μήν]]².
|btext=ας (ἡ) :<br />fête de chaque mois, jour de fête <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[μήν]]².
}}
{{Slater
|sltr=<b>ῐερομηνία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sacred]] [[month]] ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι (οἱ δὲ ἱερὸν μῆνα [[καθόλου]] λέγουσι κεκλῆσαι, ἐν ᾧ τὰ Νέμεα ἄγεται. Σ.) (N. 3.2)
}}
{{Slater
|sltr=<b>ῐερομηνία</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[sacred]] [[month]] ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι (οἱ δὲ ἱερὸν μῆνα [[καθόλου]] λέγουσι κεκλῆσαι, ἐν ᾧ τὰ Νέμεα ἄγεται. Σ.) (N. 3.2)
}}
}}

Revision as of 14:08, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερομηνία Medium diacritics: ἱερομηνία Low diacritics: ιερομηνία Capitals: ΙΕΡΟΜΗΝΙΑ
Transliteration A: hieromēnía Transliteration B: hieromēnia Transliteration C: ierominia Beta Code: i(eromhvi/a

English (LSJ)

ἡ, (μήν)

   A sacred month, during which the great festivals were held and hostilities suspended, ἱ. Νεμεάς, of the Nemean games, Pi.N.3.2; ἱ. ἁ Πυθιάς IG22.1126.44 (Amphict.); ἐν σπονδαῖς καὶ προσέτι ἱερομηνία Th.3.56; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις ib.65 (s. v.l.); ἱ. ἄγειν D.24.29: in pl., sacrifices offered during the sacred month, IG11(2).154.11 (Delos, iii B.C.); = Lat. supplicatio, App.BC5.130: pl., D.C.39.53 (ἱερο-μήνια, τά, of the Κάρνεια (q.v.), is prob. f.l. in Th.5.54).

German (Pape)

[Seite 1241] ἡ, eigtl. der heilige Monat, wie nach Schol. Pind. N. 3, 2 in Athen der Monat Δημητριών hieß, od. der heilige Mond (μήνη); ein Fest-, Feiertag, Hesych. ἑορτάσιμος ἡμέρα, Harpocr. αἱ ἑορτάδες ἡμέραι, Νεμεάς, das nemeische Fest, Pind. N. 3, 2; ἱερομηνίαν ἄγειν Dem. 24, 20; ἱερομηνίας οὔσης 21, 34, von der Festzeit der Dionysien, öfter; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις Thuc. 3, 65, vgl. 56; Sp., wie Hdn. 1, 16, 5, τὴν τοῦ ἔτους ἀρχὴν ἱερομηνίαν ἄγουσι. – Auch τὰ

Greek (Liddell-Scott)

ἱερομηνία: ἡ, (μήν, μήνη) ἡ ἱερὰ περίοδος τοῦ μηνός, αἱ ἡμέραι καθ’ ἃς ἐγίνοντο αἱ μεγάλαι ἑορταὶ καὶ αἱ ἐχθροπραξίαι διεκόπτοντο, ἱερομηνία Νεμέας, ἐπὶ τῶν ἐν Νεμέᾳ ἀγώνων, Πινδ. Ν. 3. 4· ἱ. ἁ Πυθιὰς Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Σύλλ. Ἐπιγρ. 1688. 44· ἐν σπονδαὶς καὶ προσέτι ἱερομηνία Θουκ. 3. 56· ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις αὐτόθι 65· ἱερ. ἄγειν Δημ. 710. 1· ὡσαύτως ἱερομήνια, τά, ἡ ἑορτὴ τῶν Καρνείων ἐν Σπάρτῃ, Θουκ. 5. 54. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἱερὰ ἑορτὴ κατὰ μῆνα» καὶ «ἱερομηνίαι. αἱ ἑορτώδεις ἡμέραι ἱερομηνίαι καλοῦνται». ― Πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ., Ἁρποκρ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fête de chaque mois, jour de fête en gén.
Étymologie: ἱερός, μήν².