ὀδάξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(SL_2)
(28)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὀδάξ]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in its teeth τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν [[κεφαλᾶς]] ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.
|sltr=[[ὀδάξ]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in its teeth τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν [[κεφαλᾶς]] ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀδάξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[κυρίως]] ως [[έκφραση]] πόνου ή έμμονης και [[μεγάλης]] οργής) με τα δόντια, δαγκωτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[ὀδάξ]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], προέρχεται από συμφυρμό του [[ὀδών]] και του ρ. [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]», με επιρρμ. κατάλ. –<i>αξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λάξ</i>, [[ἅπαξ]]). Οι τ. με αρκτ. <i>ἀ</i>- [[αντί]] <i>ὀ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ἀδαξάω]], [[ἀδαγμός]]) οφείλονται πιθ. σε αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>ὀ</i>- σε <i>ἀ</i>-. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[ὀδάξ]] παράγεται από το θ. <i>δακ</i>- του [[δάκνω]] με προθεματικό αθροιστικό [[μόριο]] <i>ὀ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ὄ</i>-<i>πατρος</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ὀ</i>-[Ι]). Η [[άποψη]] ότι [[αρχικός]] [[είναι]] ο επιρρμ. τ. <i>δαξ</i> «με τα δόντια» δεν θεωρείται πιθανή. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η [[άποψη]] ότι ο τ. συνδέεται απευθείας με τη λ. [[ὀδών]] μέσω μιας αμάρτυρης δοτ. <i>ὀδάσσ</i>(<i>ι</i>), [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>αξ</i>. Το επίρρ. [[ὀδάξ]] χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο με σημ. «[[πέφτω]] στη [[μάχη]]» για στρατιώτη που σκοτώνεται στον πόλεμο, ενώ με τη σημ. «με τα δόντια, δαγκωτά» χρησιμοποιήθηκε από τους κωμικούς ποιητές. Παράλληλα με το επίρρ. μαρτυρούνται και τα ρ. [[ὀδάξω]] / <i>ὀδαξῶ</i>, [[ὀδακτάζω]] / <i>ὀδακτίζω</i> με την ιατρική σημ. «[[προκαλώ]] κνησμό με [[δάγκωμα]] ή [[τσίμπημα]]» (<b>βλ.</b> και λ. <i>ἀδαχῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδάξ Medium diacritics: ὀδάξ Low diacritics: οδάξ Capitals: ΟΔΑΞ
Transliteration A: odáx Transliteration B: odax Transliteration C: odaks Beta Code: o)da/c

English (LSJ)

Adv.

   A by biting with the teeth, ὀ. ἕλον οὖδας, of men in the agonies of death, Il.11.749, etc. ; so ὀ. λαζοίατο γαῖαν 2.418 ; γαῖαν ὀ. ἑλόντες E.Ph.1423 ; also ὀ. ἐν χείλεσι φύντες biting the lips in smothered rage, Od.1.381 : so in Com., ἀποδάκνειν ὀ. Cratin.164 ; διατρώξομαι ὀ. τὸ δίκτυον Ar.V.164 ; ὀ. ἔχεσθαι ib.943 ; λαβέσθαι Id.Pl.690:— if κυνὸς ἄγριον ὀδάξ be correct in Diog.Cyn. ap. D.L.6.79, ὀδάξ must be taken either as tooth or as bite.

German (Pape)

[Seite 291] (vgl. ὀδούς, δάκνω), adv., beißend, mit den Zähnen; bes. ὀδὰξ ἕλον οὖδας, von den Sterbenden (vgl. ins Gras beißen), Il. 11, 749 u. öfter, wie Eur. γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες, Phoen. 1432; πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, Od. 1, 381, d. i. sie bissen fest mit den Zähnen in die Lippen, Ausdruck verhaltenes Ingrimms; διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ δίκτυον Ar. Vesp. 164, u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδάξ: Ἐπίρρ., δάκνων, διὰ τῶν ὀδόντων, Λατ. mordicus, Ὅμ.· ὀδὰξ ἕλον οὖδας, «τοῖς ὀδοῦσι τὴν γῆν ἔδακον» (Σχόλ.), ἐπὶ ἀνθρώπων διατελούντων ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, Ἰλ. Λ. 749, κτλ.· οὕτως, ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν Β. 418· γαῖαν ὀδὰξ ἑλόντες Εὐρ. Φοίν. 1423· ὡσαύτως, ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες, δάκνοντες τὰ χείλη ἐν ὀργῆ, Ὀδ. Α. 381· οὕτω παρὰ τοῖς Κωμικ., ἀποδάκνειν ὀδὰξ Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1· διατρώξομαι ὀδὰξ τὸ δίκτυον Ἀριστοφ. Σφ. 164· ὀδὰξ ἔχεσθαι αὐτόθι 943· λαβέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 690· - ἂν τὸ χωρίον κυνὸς ἄγριον ὄδαξ, ἔχῃ ὀρθῶς ἐν Διογ. Κυν. παρὰ Διογ. Λ. 6. 79, τὸ ὄδαξ πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = ὀδούς. (Ἐκ τῆς √ΔΑΚ, δακεῖν, προτασσομένου ο, ἴδε Ο, ο, ΙΙ. 3· ἐντεῦθεν ὀδάξω, ὀδακτάζω, ἴδε ὀδάξω· τὸ εὐφων. ο ἐνίοτε γράφεται α-, ἴδε ἀνωτ.).

French (Bailly abrégé)

adv.
avec les dents, en mordant.
Étymologie: ὀδούς ; ou R. Δακ, cf. δάκνω, avec ὀ- prosth.

English (Autenrieth)

(δάκνω): adv., with the teeth, biting; λάζεσθαι, ἑλεῖν, γαῖαν, οὖδας, ‘bite the dust,’ Il. 22.17 ; ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντο, ‘bit their lips,’ in vexation, Od. 1.381.

English (Slater)

ὀδάξ
   1 in its teeth τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.

Greek Monolingual

ὀδάξ (Α)
επίρρ. (κυρίως ως έκφραση πόνου ή έμμονης και μεγάλης οργής) με τα δόντια, δαγκωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὀδάξ, κατά την επικρατέστερη άποψη, προέρχεται από συμφυρμό του ὀδών και του ρ. δάκνω «δαγκώνω», με επιρρμ. κατάλ. –αξ (πρβλ. λάξ, ἅπαξ). Οι τ. με αρκτ. - αντί - (πρβλ. ἀδαξάω, ἀδαγμός) οφείλονται πιθ. σε αφομοιωτική τροπή του - σε -. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ὀδάξ παράγεται από το θ. δακ- του δάκνω με προθεματικό αθροιστικό μόριο - (πρβλ. -πατρος, βλ. λ. -[Ι]). Η άποψη ότι αρχικός είναι ο επιρρμ. τ. δαξ «με τα δόντια» δεν θεωρείται πιθανή. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι ο τ. συνδέεται απευθείας με τη λ. ὀδών μέσω μιας αμάρτυρης δοτ. ὀδάσσ(ι), κατά τα επιρρ. σε -αξ. Το επίρρ. ὀδάξ χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο με σημ. «πέφτω στη μάχη» για στρατιώτη που σκοτώνεται στον πόλεμο, ενώ με τη σημ. «με τα δόντια, δαγκωτά» χρησιμοποιήθηκε από τους κωμικούς ποιητές. Παράλληλα με το επίρρ. μαρτυρούνται και τα ρ. ὀδάξω / ὀδαξῶ, ὀδακτάζω / ὀδακτίζω με την ιατρική σημ. «προκαλώ κνησμό με δάγκωμα ή τσίμπημα» (βλ. και λ. ἀδαχῶ)].