πολυμερής: Difference between revisions
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
(eksahir) |
(33) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[compuesto de muchas partes]] | |esgtx=[[compuesto de muchas partes]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που απαρτίζεται από [[πολλά]] μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] («[[πολυμερές]] [[ενδιαφέρον]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επίδοση]] σε πολλούς τομείς της γνώσης («[[πολυμερής]] [[κατάρτιση]]»)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό («[[πολυμερές]] υλικό»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα πολυμερή</i><br /><b>χημ.</b> [[κατηγορία]] χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης, οι οποίες αποτελούνται από μεγάλα μόρια, πολλαπλάσια άλλων, απλούστερων χημικών ειδών που ονομάζονται μονομερή<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «πολυμερείς ενώσεις»<br /><b>χημ.</b> τα πολυμερή<br />β) «πολυμερείς ανταλλαγές» — [[τρόπος]] διεξαγωγής του εμπορίου [[μεταξύ]] τριών ή περισσότερων χωρών, ο [[οποίος]] στηρίζεται στην ελεύθερη [[μετατρεψιμότητα]] τών νομισμάτων<br />γ) «[[πολυμερής]] [[κληρονομικότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[τύπος]] κληρονομικότητας που χαρακτηρίζεται από το ότι [[πολλά]] ξεχωριστά γονίδια συσσωρεύουν τη [[δράση]] τους για να πραγματοποιήσουν τις διάφορες βαθμίδες ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, αλλ. ποσοτική [[κληρονομικότητα]]<br />δ) «[[πολυμερής]] συμψηφιστική [[εξόφληση]] λογαριασμών»<br /><b>(οικον.)</b> [[σύστημα]] αμοιβαίων πληρωμών [[μεταξύ]] τριών ή και περισσότερων συμβεβλημένων [[μερών]] που αφορά [[κυρίως]] στο εξωτερικό [[εμπόριο]] [[αλλά]] επεκτείνεται και σε άλλες δραστηριότητες, όπως [[είναι]] οι επενδύσεις<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει διάφορα είδη, [[ποικίλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυμερῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με [[πολλά]] μέρη, με [[συνένωση]] πολλών [[μερών]]<br /><b>2.</b> με διάφορα είδη, με [[ποικιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> [[λεπτομερής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (μέρος)
A consisting of many parts, manifold, opp. εἷς, Ti.Locr.98d (Sup.), cf. Arist.de An.411b11, PA683b5 (Comp.); πρᾶξις Id.Po.1459b1; -έστατον τὸ δωδεκάεδρον Plu.2.427b. Adv. -ρῶς Porph.Sent.34. 2 of divers kinds, τῆς ὕβρεως οὔσης π. Arist.Pol. 1311a33. Adv. -ρῶς in many ways, Ep.Hebr.1.1, Plu.2.537d, Ptol. Tetr.127.
German (Pape)
[Seite 666] ές, aus vielen Theilen bestehend; ὕδατος στοιχεῖον πολυμερέστατον, Tim. Locr. 98 d; Folgde; in poet. Form πουλυμερής, Philp. 67 (VII, 383).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐκ πολλῶν μερῶν συνιστάμενος, ἀντίθετ. τῷ εἷς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 5, 27, π. Ζ. Μορ. 4. 7, 1, κ. ἀλλ. 2) ποκίλος, πολλαπλοῦς, πολλῶν εἰδῶν, τῆς ὕβρεως οὔσης π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 15, πρβλ. Ποιητ. 23. 3. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 537D, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui se compose de plusieurs parties, multiple ; particul. réduit en plusieurs morceaux;
2 de diverses sortes.
Étymologie: πολύς, μέρος.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που απαρτίζεται από πολλά μέρη
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται με πολλά («πολυμερές ενδιαφέρον»)
2. αυτός που έχει επίδοση σε πολλούς τομείς της γνώσης («πολυμερής κατάρτιση»)
3. χημ. αυτός που έχει προκύψει από πολυμερισμό («πολυμερές υλικό»)
4. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα πολυμερή
χημ. κατηγορία χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης, οι οποίες αποτελούνται από μεγάλα μόρια, πολλαπλάσια άλλων, απλούστερων χημικών ειδών που ονομάζονται μονομερή
5. φρ. α) «πολυμερείς ενώσεις»
χημ. τα πολυμερή
β) «πολυμερείς ανταλλαγές» — τρόπος διεξαγωγής του εμπορίου μεταξύ τριών ή περισσότερων χωρών, ο οποίος στηρίζεται στην ελεύθερη μετατρεψιμότητα τών νομισμάτων
γ) «πολυμερής κληρονομικότητα»
βιολ. τύπος κληρονομικότητας που χαρακτηρίζεται από το ότι πολλά ξεχωριστά γονίδια συσσωρεύουν τη δράση τους για να πραγματοποιήσουν τις διάφορες βαθμίδες ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα, αλλ. ποσοτική κληρονομικότητα
δ) «πολυμερής συμψηφιστική εξόφληση λογαριασμών»
(οικον.) σύστημα αμοιβαίων πληρωμών μεταξύ τριών ή και περισσότερων συμβεβλημένων μερών που αφορά κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο αλλά επεκτείνεται και σε άλλες δραστηριότητες, όπως είναι οι επενδύσεις
αρχ.
αυτός που περιέχει διάφορα είδη, ποικίλος.
επίρρ...
πολυμερῶς Α
1. με πολλά μέρη, με συνένωση πολλών μερών
2. με διάφορα είδη, με ποικιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτομερής.