ἐπιτήδειος: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(strοng)
(T22)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from epitedes ([[enough]]); [[serviceable]], i.e. (by [[implication]]) [[requisite]]: things [[which]] are [[needful]].
|strgr=from epitedes ([[enough]]); [[serviceable]], i.e. (by [[implication]]) [[requisite]]: things [[which]] are [[needful]].
}}
{{Thayer
|txtha=ἐπιτήδεια, ἐπιτηδειον, [[also]] [[ἐπιτήδειος]], ἐπιτηδειον (cf. Winer's Grammar, § 11,1) ([[ἐπιτηδές]], adv, [[enough]]; and [[this]] according to Buttmann from [[ἐπί]] [[τάδε]] (? cf. Vanicek, p. 271));<br /><b class="num">1.</b> [[fit]], [[suitable]], [[convenient]], [[advantageous]].<br /><b class="num">2.</b> [[needful]]; plural τά ἐπιτήδεια [[especially]] the necessaries of [[life]] ([[Thucydides]] and [[following]]): [[with]] [[addition]] of [[τοῦ]] σώματος, James 2:16.
}}
}}

Revision as of 18:12, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτήδειος Medium diacritics: ἐπιτήδειος Low diacritics: επιτήδειος Capitals: ΕΠΙΤΗΔΕΙΟΣ
Transliteration A: epitḗdeios Transliteration B: epitēdeios Transliteration C: epitideios Beta Code: e)pith/deios

English (LSJ)

α, ον : Ion. ἐπιτήδ-εος, έη, εον Hdt.4.158, al. (cf. ἐπιταδεοτρώκτας) : Dor. -τάδειος [ᾱ] SIG 524.36 (Praesus, iii B.C.) : regul. Comp. and Sup. -ειότερος, -ειότατος, Th.4.54, 7.86, etc. ; -έστερος, -έστατος, Anon. ap.Suid. s.v., Democr.121 : Ion. -εότερος, -εότατος, Hdt.9.2, 1.110, al. : (ἐπιτηδές):—

   A made for an end or purpose, fit or adapted for it, suitable, convenient, νομαί ibid., etc.:—Constr. : ἐ. ἔς τι ib.115 (Sup.), etc. ; πρός τι Pl.R.390b : c. inf., χωρίον -ότατον ἐνιππεῦσαι most fit to ride in, Hdt.6.102, cf. 9.2 (Comp.), Th.2.20, Ar. Pax1228, E.Ba.508 ; ἄνδρα -ότατον..δέξαι Hdt.3.134, cf. Ar.Ec. 79 ; so ἐ. τῷ σώματι κινδυνεύειν Antipho5.63 ; ἐ. ὑπεξαιρεθῆναι convenient to be put out of the way, Th.8.70 ; τεθνάναι μᾶλλον ἢ σῴζεσθαι And.4.25, cf. Lys.30.24 ; ἐ. ξυνεῖναι a fit person to live with, E.Andr.206 ; also ἐ. ὀστρακισθῆναι deserving to be ostracized, And. 4.36 ; ἐ. πάσχειν D.22.57 ; ἐκλεγόμενος τὸν ἐ. ἔπαισεν ἄν struck him who deserved it, X.An.2.3.11 ; but ἐ. ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν likely or inclined to come, Th.8.63 ; also ὑμῖν ἐπιτήδεόν [ἐστι] οἰκέειν Hdt.4.158, etc.    II useful, serviceable, necessary,    1 of things, ὀλιγαρχία ἐ. τοῖς Λακεδαιμονίοις fit or serviceable for.., Th.5.81 ; ἐ. τῷ δήμῳ πράττειν Lys.13.51 ; καταστήσειν ἐς τὸ ἐ. to their advantage, Th.4.76 ; οὐδὲν ηὕροντο ἐ. no advantage, Id.1.58 ; οὐκ ἐ. καταγνῶναί τινος Hdt. 6.97 ; ἱερὰ οὐκ ἐ., opp. καλά, Id.9.37 : esp. as Subst., τὰ ἐ. things requisite, necessaries, esp. of provisions, Id.2.174, Th.2.23, X.HG2.2.2, etc. : also in sg., what is requisite, needful, Id.Vect.4.38.    2 of persons, serviceable, friendly, Hdt.4.72 (Sup.), Th.3.40 ; τινί to one, Id.4.78, Lys.12.14 ; ἐ. ποιεῖν τινα And.4.41 ; ἐ. τῷ πατρί conformable to his will, Hdt.3.52 ; ἐ. τοῖς πρασσομένοις favourable to.., Th. 8.54 : also as Subst., a close friend, οἱ ἐ. one's friends, Id.5.64 ; Ἀθηναίων ἐ. Id.7.73 ; μοι ἐ. καὶ φίλος Lys.1.22.    3 c. gen., = ἄξιος, SIG1073.19 (Olympia, ii A.D.).    III Adv. -είως, Ion. -έως, studiously, carefully, ὑπηρετέεσθαι Hdt.1.108,4.139.    2 suitably, conveniently, fitly, ποιέειν ἐ. Id.9.7.β' ; ἐ. σφίσιν αὐτοῖς πολιτεύειν Th.1.19 ; ἐ. ἔχειν Id.5.82 : Comp. -ότερον Id.4.54 ; -οτέρως, διαιτᾶσθαι Hp.Mul.1.32.    3 ἐ. ἔχειν τινί to be on friendly terms with.., Paus. 3.9.3.

German (Pape)

[Seite 991] α, ον, auch zwei Endgn, ion. ἐπιτήδεος (vgl. ἐπιτηδές), wozu geschickt, für einen bestimmten Zweck brauchbar, passend, καὶ χρηστός Plat. Polit. 308 c; τῆς γῆς ἐούσης ἐπιτηδέης Her. 4, 47; παῖς τῷ πατρί, der zum Vater paßt, nach seinem Sinne ist, 3, 52; ἱερά = καλά, 9, 37; so öfter c. dat., ὀλιγαρχία ἐπιτηδεία τοῖς Λακεδαιμονίοις κατέστη Thuc. 5, 81; τροφὴν ἔχει ἐπιτηδείαν ᾡ ἂν τέκῃ Plat. Menex. 237 c, die erforderliche Nahrung; ἔς τι, Her. 1, 115; ἑωυτῷ ἐπιτηδεωτάτους ἐς πίστιν 3, 70; Thuc. 7, 20. 74; φύσεως ἐπιτηδείας εἰς αὐτὸ τὸ ἐπιτήδευμα Plat. Rep. II, 374 e; auch πρός τι, Legg. XII, 968, wie Xen. Mem. 2, 1, 3; gew. c. inf., ἔστιν γὰρ ἐπιτήδεια συρμαίαν μετρεῖν Ar. Pax 1220, vgl. 1194; ἐπιτηδεώτατον χωρίον ἐνιππεύειν, für Reiterei sehr geeignet, Her. 6, 102; ἄνδρες οἳ ἐδόκουν ἐπιτηδειότατοι εἶναι ἀμφὶ ταῦτ' ἔχειν Xen. Cyr. 6, 1, 22; ὑδάτια ἐπιτήδεια κόραις παίζειν παρ' αὐτά Plat. Phaedr. 229 b; oft ἐπιτήδειόν ἐστι, es ist dienlich, erforderlich, nothwendig, ἐνθαῦτα ὑμῖν ἐπιτήδεον οἰκέειν Her. 4, 158; 9, 27; Folgde; mit Attraction, ἐπιτηδειότερος τεθνάναι, es ist passender, er verdient mehr, daß er stirbt, Andoc. 4, 25; ἐπιτήδειαι παθεῖν, die werth sind, das zu leiden, Dem. 22, 57; ἐκλεγόμενος τὸν ἐπιτήδειον ἔπαιεν, der es verdiente, sc. παίεσθαι, Xen. An. 2, 3, 11; ἄνδρας ἀπέκτειναν, οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι Thuc. 8, 70; – ὁ ἐπ., der mit Einem in genauer Vrbdg steht, der Verwandte, Angehörige, Freund, τινί, Thuc. 1, 60. 2, 18; Xen. Hell. 6, 3, 14; öfter Plut. u. A.; oft absol., selten τινός, Thuc. 7, 73. – Τἁ ἐπιτήδεια, die Bedürfnisse, bes. Lebensmittel, Proviant, Her. 2, 174; Thuc. 2, 23 u. öfter, wie Xen. u. Folgde. – Der unregelmäßige compar. ἐπιτηδειέστερος Democrit. Eust. Od. 1441, 16. – Adv. ἐπιτηδείως, ion. ἐπιτηδέως, Her. 9, 7; Thuc. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτήδειος: -α, -ον, Ἰων. -εος, έη, εον, ὁμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ειότερος, -ειότατος, Θουκ. 4. 54., 7. 86, κτλ.· ἀνώμαλ., ἐπιτηδεέστερος, -έστατος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Δημόκρ. παρ᾿ Εὐστ. 1441. 16· Ἰων. -εώτερος, -εώτατος, Ἡρόδ. 9. 2., 1. 110, κ. ἀλλ. (ἐπιτηδές): ― ἁρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος, γῆ, χώρα Ἡρόδ. κλ. ‒― Σύνταξις: ἐπιτήδειος ἔς τι Ἡρόδ. 1. 115, κτλ.· πρός τι Πλάτ. Πολ. 390Β· συχν. μετ᾿ ἀπαρ., χωρίον ἐπ. ἐνιππεῦσαι, κατάλληλον πρὸς ἱππασίαν, Ἡρόδ. 6. 102, πρβλ. 9. 2, Θουκ. 1. 20, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1228. Εὐρ. Βάκχ. 508· ἄνδρα ἐπιτηδεώτατον... δέξαι Ἡρόδ. 3. 134, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 82· οὕτως, ἐπ. τῷ σώματι κινδυνεύειν Ἀντιφῶν 136. 35· καὶ ἄνδρας δέ τινας ἀπέκτειναν... οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι ὑπεξαιρεθῆναι, οὓς ἐνόμισαν ὅτι ἦτο συμφέρον νὰ ἄρωσιν ἐκ τοῦ μέσου, Θουκ. 8. 70· ἐπ. τεθνάναι Ἀνδοκ. 32. 27, πρβλ. Λυσ. 185. 32· οὐκ ἐξ ἐμῶν σε φαρμάκων στυγεῖ πόσις, ἀλλ᾿ εἰ ξυνεῖναι μὴ ᾿πιτηδεία κυρεῖς,.., ἀλλὰ διότι δὲν εἶσαι εὐχάριστος σύντροφος νὰ ζῇ τις μετὰ σοῦ, Εὐρ. Ἀνδρ. 206· ὡσαύτως, ἐπ. ὀστρακισθῆναι, ἄξιος νὰ ὀστρακισθῇ, Ἀνδοκ. 34. 2· ἐπ. παθεῖν τι Δημ. 610. 20· τὸν ἐπ. ἔπαιεν, ἔτυπτεν ἐκεῖνον ὃν ἥρμοζε νὰ κτυπήσῃ, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 11· ἀλλά, ἐπ. ἐς ὀλιγαρχίαν ἐλθεῖν, ὅστις εἶναι πιθανὸν νὰ ἔλθῃ, ἢ ὅστις ἔχει κλίσιν ἢ διάθεσιν νά…, Θουκ. 8. 63· ἐπὶ καταλλήλου τοποθεσίας, ἄνδρες Ἕλληνες ἐνθαῦτα ὑμῖν ἐπιτήδειον οἰκέειν Ἡρόδ. 4. 158, κτλ. ΙΙ. χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἀναγκαῖος, 1) ἐπὶ πραγμάτων, ὀλιγαρχία ἐπ. τοῖς Λακεδαιμονίοις, κατάλληλος, ἁρμόζουσα, Θουκ. 5. 81· ἐπ. τῷ δήμῳ Λυσ. 134. 23· καταστῆσαι ἐς τὸ ἐπ., πρὸς ὠφέλειαν αὐτῶν, Θουκ. 4. 76· οὐδὲν ηὕροντο ἐπ., οὐδεμίαν ὠφέλειαν, ὁ αὐτ. 1. 58· ἐπὶ συνθηκῶν, οἰωνῶν, οὐκ ἐπ., οὐχὶ εὐνοϊκά, ἀντίθετον τῷ καλά, Ἡρόδ. 6. 97., 9. 37: ― ἰδίως ὡς οὐσιαστ., τὰ ἐπιτήδεια, τὰ χρειώδη, τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, τὰ ἐφόδια, κυρίως ἐπὶ ζωοτροφιῶν, Λατ. commeatus, ὁ αὐτ. 2. 174, Θουκ. κλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ ἀριθμ., Ξεν. Πόρ. 4, 38. 2) ἐπὶ προσώπων, χρήσιμος, φιλικός, Ἡρόδ. 4. 72, Θουκ. 3. 40· τινι, εἴς τινα, Θουκ. 4. 78· ἐπ. ποιεῖν τινα Ἀνδοκ. 34. 25· ἐόντα τῷ πατρὶ ἐπιτήδειον, φερόμενον πρεπόντως τῷ πατρί, Ἡρόδ. 3. 52· ἐπ. τοῖς πρασσομένοις, εὐνοϊκῶς ἔχων πρός…, Θουκ. 8. 54: ― ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ., μετὰ γεν., στενὸς φίλος, Λατ. necessarius, οἱ ἐπ., οἱ φίλοι, ὁ αὐτ. 5. 64· Ἀθηναίων ἐπ. ὁ αὐτ. 7. 73· ἡμέτερος ἐπ. Λυσ. 93. 41. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -είως, καὶ Ἰων. -έως, προθύμως, χρὴ δὴ τό γε ἐμὸν ὑπηρετέεσθαι ἐπιτηδέως Ἡρόδ. 1. 108., 4. 139. 2) πρεπόντως, προσηκόντως, οὐ γὰρ ἐποιήσατε ἐπιτηδέως ὁ αὐτ. 9. 7· σφίσιν αὐτοῖς ἐπιτηδείως, ὡς συνεφέρειν αὐτοῖς, Θουκ. 1. 19, πρβλ. 5. 82. ― Συγκρ. -ειότερον, ὁ αὐτ. 4. 54· -ειοτέρως Ἱππ. 602. 39. 3) ἐπ. ἔχειν τινί, φιλικῶς ἔχειν, Παυσ. 3. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. adj. 1 convenable, approprié à, τινι : ἐπιτήδειος ἔς τι, πρός τι qui convient pour faire qch ; avec l’inf. : χωρίον ἐπιτήδειον ἐνιππεῦσαι HDT terrain où la cavalerie peut manœuvrer ; στρατοπεδεύεσθαι ἐν ἐπιτηδείῳ THC camper dans une position favorable ; abs. τὸ ἐπιτήδειον, τὰ ἐπιτήδεια les choses nécessaires à la vie ; • impers. ἐπιτήδειόν ἐστι avec l’inf. : il est utile, convenable de;
2 en parl. de pers. serviable, obligeant : τινι pour qqn ; qui se conforme à : τῷ πατρί HDT à la volonté de son père ; τοῖς πρασσομένοις THC favorable à ce qui se fait;
3 favorable, avantageux : οὐδὲν ηὕροντο ἐπιτήδειον THC ils n’y trouvèrent aucun avantage ; καταστῆσαι ἐς τὸ ἐπιτήδειον THC régler qch selon ses intérêts;
II. subst. qui a des relations avec qqn ; ὁ ἐπιτήδειος ami ; τινι, τινος lié avec qqn, familier de qqn;
Cp. ἐπιτηδειότερος, Sp. ἐπιτηδειότατος.
Étymologie: ἐπιτηδές.

English (Strong)

from epitedes (enough); serviceable, i.e. (by implication) requisite: things which are needful.

English (Thayer)

ἐπιτήδεια, ἐπιτηδειον, also ἐπιτήδειος, ἐπιτηδειον (cf. Winer's Grammar, § 11,1) (ἐπιτηδές, adv, enough; and this according to Buttmann from ἐπί τάδε (? cf. Vanicek, p. 271));
1. fit, suitable, convenient, advantageous.
2. needful; plural τά ἐπιτήδεια especially the necessaries of life (Thucydides and following): with addition of τοῦ σώματος, James 2:16.