κρυπτός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(strοng)
(T21)
Line 30: Line 30:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[κρύπτω]]; [[concealed]], i.e. [[private]]: hid(-[[den]]), [[inward]](-ly), [[secret]].
|strgr=from [[κρύπτω]]; [[concealed]], i.e. [[private]]: hid(-[[den]]), [[inward]](-ly), [[secret]].
}}
{{Thayer
|txtha=[[κρύπτη]], κρυπτόν ([[κρύπτω]]) (from [[Homer]] [[down]]), [[hidden]], [[concealed]], [[secret]]: Winer's Grammar, 441 (410)); ὁ [[κρυπτός]] τῆς καρδίας [[ἄνθρωπος]], the [[inner]] [[part]] of Prayer of Manasseh , the [[soul]], ἐν τῷ [[κρύπτω]], in [[secret]], ἐν [[κρύπτω]], [[privately]], in [[secret]], ὁ ἐν [[κρύπτω]] [[Ἰουδαῖος]], he [[who]] is a [[Jew]] [[inwardly]], in [[soul]] and [[not]] in circumcision [[alone]], τά κρυπτά [[τοῦ]] σκότους (the [[hidden]] things of [[darkness]] i. e.) things [[covered]] by [[darkness]], τά κρυπτά [[τῶν]] ἀνθρώπων, the things [[which]] men [[conceal]], τά κρυπτά τῆς καρδίας, his [[secret]] thoughts, feelings, desires, τά κρυπτά τῆς αἰσχύνης ([[see]] [[αἰσχύνη]], 1), [[εἰς]] κρυπτόν [[into]] a [[secret]] [[place]], [[but]] [[see]] [[κρύπτη]].
}}
}}

Revision as of 18:03, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυπτός Medium diacritics: κρυπτός Low diacritics: κρυπτός Capitals: ΚΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: kryptós Transliteration B: kryptos Transliteration C: kryptos Beta Code: krupto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hidden, secret, κληῗδι κρυπτῇ Il.14.168, cf. Ar.Th.422; ἐπεποίητό οἱ κ. διῶρυξ Hdt.3.146; κ. τάφρος a trench covered and concealed by planks and earth, Id.4.201: freq. in Trag., κ. λόγος A.Ch.773; ἔπη S.Ph.1112 (lyr.); κρυπτᾷ ἐν ἥβᾳ, of young Orestes who was concealed in Phocis, Id.El.159 (lyr.); κ. πένθος E. Hipp.139 (lyr.), etc.; κρυπτῇ ψήφῳ Arist.Rh.Al.1424b1; τῆς πολιτείας τὸ κ. the secret character of the [Spartan] institutions, Th.5.68; ἡ κρυπτή (sc. ἀρχή) secret service, used by the Athenians in the subjectstates, AB273; also, = κρυπτεία1, Heraclid.Pol.10; of persons, in disguise, Ar.Th.600, E.El.525: Medic., deep-seated, καρκίνος Hp.Aph. 6.38, Mul.2.133, Gal.5.116; κ. πάθος BGU316.28 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1515] adj. verb. zum Folgdn, versteckt, verborgen; Il. 14, 168; ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος Aesch. Ch. 762; Soph. u. Folgde, auch in Prosa nicht selten; τὰ κρυπτά, das Geheimniß, Eur. I. A. 1146.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ κρύπτω, «κρυφός», μυστικός, κληῖδι κρυπτῇ Ἰλ. Ξ. 168, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 422· ἐπεποίητό οἱ κρυπτὴ διῶρυξ Ἡρόδ. 3. 146· κρυπτὴ τάφρος. κεκαλυμμένη διὰ σανίδων καὶ χώματος, ὁ αὐτ. 4. 201· συχν. παρ’ Ἀττ., κρ. λόγος Αἰσχύλ. Χο. 773· ἔπεα Σοφ. Φιλ. 1112· κρυπτᾷ ἐν ἥβᾳ ἐπὶ τοῦ νέου Ὀρέστου ὅστις ἔμενε κεκρυμμένος ἐν Φωκίδι, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 159· κρ. πάθος Εὐρ. Ἱππ. 139, κτλ.· κρυπτῇ ψήφῳ Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 3, 17· τὸ κρ. τῆς πολιτείας, ὁ μυστικὸς χαρακτὴρ τῶν Σπαρτιατικῶν διατάξεων (πρβλ. κρυπτεία), Θουκ. 5. 68· ἡ κρυπτὴ (ἐξυπ. ἀρχὴ,) σῶμα κατασκόπων τοῦ κράτους, οὓς μετεχειρίζοντο οἱ Ἀθηναῖοι εἰς τὰς ὑποτελεῖς πόλεις, Α. Β. 273· καὶ ὡς οὐσιαστ., κρυπτός, ὁ, κατάσκοπος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 600.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 recouvert ; à l’abri de;
2 caché, secret ou obscur, inintelligible ; avec un gén. caché à, secret pour;
3 dissimulé, trompeur.
Étymologie: adj. verb. de κρύπτω.

English (Autenrieth)

concealed, secret, Il. 14.168†.

English (Slater)

κρυπτός
   1 hidden κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτων pr. (P. 9.39)

Spanish

oculto

English (Strong)

from κρύπτω; concealed, i.e. private: hid(-den), inward(-ly), secret.

English (Thayer)

κρύπτη, κρυπτόν (κρύπτω) (from Homer down), hidden, concealed, secret: Winer's Grammar, 441 (410)); ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος, the inner part of Prayer of Manasseh , the soul, ἐν τῷ κρύπτω, in secret, ἐν κρύπτω, privately, in secret, ὁ ἐν κρύπτω Ἰουδαῖος, he who is a Jew inwardly, in soul and not in circumcision alone, τά κρυπτά τοῦ σκότους (the hidden things of darkness i. e.) things covered by darkness, τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων, the things which men conceal, τά κρυπτά τῆς καρδίας, his secret thoughts, feelings, desires, τά κρυπτά τῆς αἰσχύνης (see αἰσχύνη, 1), εἰς κρυπτόν into a secret place, but see κρύπτη.