πτύρω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(T22)
(35)
Line 10: Line 10:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(cf. [[Curtius]], p. 706)); to [[frighten]], [[affright]]: [[present]] [[passive]] participle πτυρόμενος, [[Hippocrates]] (430 B.C.>), [[Plato]], Diodorus, [[Plutarch]], others.)  
|txtha=(cf. [[Curtius]], p. 706)); to [[frighten]], [[affright]]: [[present]] [[passive]] participle πτυρόμενος, [[Hippocrates]] (430 B.C.>), [[Plato]], Diodorus, [[Plutarch]], others.)  
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (συν. το μέσ.) [[πτύρομαι]]<br />[[φοβάμαι]], [[τρομάζω]] (α. «ἵνα δι' αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ [[ψυχή]]... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ.<br />β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», <b>Διόδ.</b> Σικ.<br />γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (σπαν. ενεργ.) [[φοβίζω]] («πτύραντες τοὺς ὄχλους», Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[πτύρομαι]] προέρχεται από τα συγγενή νοηματικώς <i>πτοῶ</i>, [[πτήσσω]] κατ' [[επίδραση]] τών [[ὀδύρομαι]], [[μύρομαι]].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 811] scheu machen, pass. scheu werden; von Pferden, D. Sic. 2, 19, ἐντρόμου τοῦ ἵππου γενομένου καὶ πτυρέντος, Plut. Fab. 3; Marcell. 6, u. a. Sp.; übh. in Schrecken gerathen, fürchten, οὐκ ἂν πτυρείης τὸν θάνατον, Plat. Ax. 370 a.

French (Bailly abrégé)

f. πτυρῶ, ao. ἔπτυρα;
Pass. ao.2 ἐπτύρην;
effrayer ; Pass. s’effrayer.
Étymologie: cf. πτοέω.

English (Strong)

from a presumed derivative of πτύω (and thus akin to πτοέω); to frighten: terrify.

English (Thayer)

(cf. Curtius, p. 706)); to frighten, affright: present passive participle πτυρόμενος, Hippocrates (430 B.C.>), Plato, Diodorus, Plutarch, others.)

Greek Monolingual

Α
1. (συν. το μέσ.) πτύρομαι
φοβάμαι, τρομάζω (α. «ἵνα δι' αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ ψυχή... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ.
β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», Διόδ. Σικ.
γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν ἀντικειμένων», ΚΔ)
2. (σπαν. ενεργ.) φοβίζω («πτύραντες τοὺς ὄχλους», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. πτύρομαι προέρχεται από τα συγγενή νοηματικώς πτοῶ, πτήσσω κατ' επίδραση τών ὀδύρομαι, μύρομαι.