σκοτία: Difference between revisions
(T22) |
(37) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[σκοτίας]], ἡ (on its [[derivation]] cf. [[σκηνή]]), (Thomas Magister, ὁ [[σκότος]] καί τό [[σκότος]]. τό δέ [[σκοτία]] [[οὐκ]] ἐν χρησει [[namely]], in Attic (cf. [[Moeris]], [[under]] the [[word]]; Liddell and Scott, [[under]] the [[word]] [[σκότος]], at the [[end]])), [[darkness]]: [[properly]], the [[darkness]] [[due]] to [[want]] of [[daylight]], ἐν τῇ [[σκοτία]] (λαλεῖν τί), [[unseen]], in [[secret]] (equivalent to ἐν [[κρύπτω]], ἐν τῷ φωτί, L Tr WH; Anth. 8,187. 190; for חָשְׁכָה אֹפֶל, Job 28:3.) | |txtha=[[σκοτίας]], ἡ (on its [[derivation]] cf. [[σκηνή]]), (Thomas Magister, ὁ [[σκότος]] καί τό [[σκότος]]. τό δέ [[σκοτία]] [[οὐκ]] ἐν χρησει [[namely]], in Attic (cf. [[Moeris]], [[under]] the [[word]]; Liddell and Scott, [[under]] the [[word]] [[σκότος]], at the [[end]])), [[darkness]]: [[properly]], the [[darkness]] [[due]] to [[want]] of [[daylight]], ἐν τῇ [[σκοτία]] (λαλεῖν τί), [[unseen]], in [[secret]] (equivalent to ἐν [[κρύπτω]], ἐν τῷ φωτί, L Tr WH; Anth. 8,187. 190; for חָשְׁכָה אֹפֶל, Job 28:3.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σκοτεία]] Α<br /><b>1.</b> [[σκοτάδι]], [[σκότος]], [[ζόφος]] («νὺξ ὑμῑν ἔσται ἐξ ὁράσεως, καὶ [[σκοτία]] ἔσται ὑμῑν ἐκ μαντείας», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>αρχιτ.</b> η [[κοίλη]] [[γλυφή]] που χωρίζει τις δύο σπείρες της αττικής βάσης του ιωνικού, κορινθιακού και σύνθετου κίονα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκότος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φιλ</i>-<i>ία</i>). Η [[άποψη]] ότι ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[σκότιος]] (<b>πρβλ.</b> [[αἰτία]] <span style="color: red;"><</span> [[αἴτιος]]) δεν θεωρείται πιθανή]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (σκότος)
A darkness, gloom, A.R.4.1698, LXX (Mi.3.6, al.), NT (Ev.Matt.10.27, al.), cf. Moer.p.354 P. II in Architecture, scotia, cavetto, a sunken moulding, so called from the dark shadow it casts, Vitr.3.5.2, Hsch. III Σκοτιά, epith. of Aphrodite in Egypt, Id.
German (Pape)
[Seite 905] ἡ, Finsterniß, Dunkelheit; finsterer Ort, Grab, Unterwelt, σκοτίᾳ κρύπτεται, Eur. Phoen. 338. – In der Baukunst ein vertieftes Glied der Säulenbasen, Hesych. u. Vitruv. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτία: ἡ, (σκότος) σκότος, γνόφος, ἀχλύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1698, Γρηγόρ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 187, 190, καὶ παρ’ ἄλλοις μεταγεν.· ἴδε Μοῖρ. σ. 354. ΙΙ. ἐν τῇ ἀρχιτεκτονικῇ, τὸ ὑπὸ ἐξέχουσαν γραμμὴν βαθὺ ὑπόσκαμμα, cavetto, κληθὲν οὕτως ἐκ τῆς βαθείας ἢ σκοτεινῆς σκιᾶς, ἣν σχηματίζει, Ἡσύχ., Βιτρούβ. 3. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. ténèbres, obscurité;
II. t. d’archit. 1 triglyphe, c. τροχίλος;
2 scotie, sorte de gouttière.
Étymologie: σκότος.
English (Strong)
from σκότος; dimness, obscurity (literally or figuratively): dark(-ness).
English (Thayer)
σκοτίας, ἡ (on its derivation cf. σκηνή), (Thomas Magister, ὁ σκότος καί τό σκότος. τό δέ σκοτία οὐκ ἐν χρησει namely, in Attic (cf. Moeris, under the word; Liddell and Scott, under the word σκότος, at the end)), darkness: properly, the darkness due to want of daylight, ἐν τῇ σκοτία (λαλεῖν τί), unseen, in secret (equivalent to ἐν κρύπτω, ἐν τῷ φωτί, L Tr WH; Anth. 8,187. 190; for חָשְׁכָה אֹפֶל, Job 28:3.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκοτεία Α
1. σκοτάδι, σκότος, ζόφος («νὺξ ὑμῑν ἔσται ἐξ ὁράσεως, καὶ σκοτία ἔσται ὑμῑν ἐκ μαντείας», ΠΔ)
2. αρχιτ. η κοίλη γλυφή που χωρίζει τις δύο σπείρες της αττικής βάσης του ιωνικού, κορινθιακού και σύνθετου κίονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + επίθημα -ία (πρβλ. φιλ-ία). Η άποψη ότι ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. σκότιος (πρβλ. αἰτία < αἴτιος) δεν θεωρείται πιθανή].