χωνεύω: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> [[χωνεύγω]] Ν, και ασυναίρ. τ. [[χοανεύω]] Α [[χοάνη]]/[[χώνη]]<br /><b>1.</b> [[τήκω]] [[μέταλλο]] σε [[χοάνη]] ή σε κάμινο<br /><b>2.</b> (σχετικά με τροφές) [[πέπτω]], [[ολοκληρώνω]] τη [[λειτουργία]] πέψης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώνω]], [[ενσωματώνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) [[γίνομαι]] [[στάχτη]], αποτεφρώνομαι<br />β) (για νερά) i) απορροφούμαι<br />ii) κατεβαίνει η [[στάθμη]] της επιφάνειάς μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ανέχομαι]], [[υποφέρω]] κάποιον («[[νομίζω]] ότι ο [[δάσκαλος]] δεν μέ χωνεύει [[καθόλου]]»)<br />β) [[κατανοώ]], [[συνειδητοποιώ]] [[κάτι]] (α. «το χώνεψες ή θέλεις να σού το επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί [[ακόμη]] να χωνέψει την [[προσβολή]] που της έκανε»)<br />γ) (στην [[ποίηση]]) [[εντάσσω]], [[προσαρμόζω]] («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους [[μέσα]] σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν θα το χωνέψεις»<br />(ως [[απειλή]]) δεν θα περάσει [[έτσι]], [[χωρίς]] να τιμωρηθείς<br />β) «χωνεμένη [[κοπριά]]» — [[κοπριά]] που έχει αποσυντεθεί και [[είναι]] κατάλληλη για [[λίπασμα]]<br />γ) «χωνεμένο [[τυρί]]» — [[τυρί]] που έχει υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[μέταλλο]] στη [[μήτρα]], [[χυτεύω]] («τὸν χαλκοῡν ἵππον χωνεύσας», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχρίω]] αγγεία με [[πίσσα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με χρήματα) [[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]].
|mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> [[χωνεύγω]] Ν, και ασυναίρ. τ. [[χοανεύω]] Α [[χοάνη]]/[[χώνη]]<br /><b>1.</b> [[τήκω]] [[μέταλλο]] σε [[χοάνη]] ή σε κάμινο<br /><b>2.</b> (σχετικά με τροφές) [[πέπτω]], [[ολοκληρώνω]] τη [[λειτουργία]] πέψης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώνω]], [[ενσωματώνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) [[γίνομαι]] [[στάχτη]], αποτεφρώνομαι<br />β) (για νερά) i) απορροφούμαι<br />ii) κατεβαίνει η [[στάθμη]] της επιφάνειάς μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ανέχομαι]], [[υποφέρω]] κάποιον («[[νομίζω]] ότι ο [[δάσκαλος]] δεν μέ χωνεύει [[καθόλου]]»)<br />β) [[κατανοώ]], [[συνειδητοποιώ]] [[κάτι]] (α. «το χώνεψες ή θέλεις να σού το επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί [[ακόμη]] να χωνέψει την [[προσβολή]] που της έκανε»)<br />γ) (στην [[ποίηση]]) [[εντάσσω]], [[προσαρμόζω]] («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους [[μέσα]] σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν θα το χωνέψεις»<br />(ως [[απειλή]]) δεν θα περάσει [[έτσι]], [[χωρίς]] να τιμωρηθείς<br />β) «χωνεμένη [[κοπριά]]» — [[κοπριά]] που έχει αποσυντεθεί και [[είναι]] κατάλληλη για [[λίπασμα]]<br />γ) «χωνεμένο [[τυρί]]» — [[τυρί]] που έχει υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[μέταλλο]] στη [[μήτρα]], [[χυτεύω]] («τὸν χαλκοῡν ἵππον χωνεύσας», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχρίω]] αγγεία με [[πίσσα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με χρήματα) [[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χωνεύω:''' [[χώνη]], συνηρ. από [[χοανεύω]], [[χοάνη]].
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωνεύω Medium diacritics: χωνεύω Low diacritics: χωνεύω Capitals: ΧΩΝΕΥΩ
Transliteration A: chōneúō Transliteration B: chōneuō Transliteration C: choneyo Beta Code: xwneu/w

English (LSJ)

contr. fr. χοανεύω (q. v.).    II coat jars with pitch, τοὺς χωνεύοντας κεραμεῖς PSI4.441.3, cf. 15 (iii B. C.); κεχωνευκώς PCair.Zen.741.26 (iii B. C.): but pf. part. Pass. κεχωνημένα ib.742.4 (iii B. C.) (χωνεύω and κωνάω became assimilated; cf. ἀχώνευτος and ἀχώνητος (Addenda)).

German (Pape)

[Seite 1386] zsgz. aus χοανεύω, Metall schmelzen, gießen, aus geschmolzenem Metall bilden; Pol. 34, 9,11; κεχωνευμένον ἀργύριον Plut. Lucull. 17, und A.

Greek (Liddell-Scott)

χωνεύω: συνῃρ. ἐκ τοῦ χοανεύω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

fondre dans le creuset, fondre en parl. d’un métal.
Étymologie: contr. de χοανεύω ; cf. χώνη.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α χοάνη/χώνη
1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο
2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης
νεοελλ.
1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο
2. (αμτβ.) α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) γίνομαι στάχτη, αποτεφρώνομαι
β) (για νερά) i) απορροφούμαι
ii) κατεβαίνει η στάθμη της επιφάνειάς μου
3. μτφ. α) ανέχομαι, υποφέρω κάποιον («νομίζω ότι ο δάσκαλος δεν μέ χωνεύει καθόλου»)
β) κατανοώ, συνειδητοποιώ κάτι (α. «το χώνεψες ή θέλεις να σού το επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί ακόμη να χωνέψει την προσβολή που της έκανε»)
γ) (στην ποίηση) εντάσσω, προσαρμόζω («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους μέσα σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)
4. φρ. α) «δεν θα το χωνέψεις»
(ως απειλή) δεν θα περάσει έτσι, χωρίς να τιμωρηθείς
β) «χωνεμένη κοπριά» — κοπριά που έχει αποσυντεθεί και είναι κατάλληλη για λίπασμα
γ) «χωνεμένο τυρί» — τυρί που έχει υποστεί ζύμωση
αρχ.
1. χύνω μέταλλο στη μήτρα, χυτεύω («τὸν χαλκοῡν ἵππον χωνεύσας», Αλέξ. Αφρ.)
2. επιχρίω αγγεία με πίσσα
3. μτφ. (σχετικά με χρήματα) συγκεντρώνω, μαζεύω.

Greek Monotonic

χωνεύω: χώνη, συνηρ. από χοανεύω, χοάνη.